ΚΛΙΚ ΣΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΓΙΑ ΝΑ ΜΕΤΑΦΕΡΘΕΙΤΕ ΣΤΗΝ ΦΟΡΜΑ ΕΓΓΡΑΦΗΣ

Saturday, December 1, 2007

OΙ ΕΞΙΣΛΑΜΙΣΜΕΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΤΟΥΡΚΙΑ


Ένα εκπληκτικό φαινόμενο που επιβιώνει μέχρι τις μέρες μας

του Βλάση Αγτζίδη

Η οριστική διαμόρφωση των πληθυσμών στην Ελλάδα και την Τουρκία καθορίστηκε από τη συνθήκη της Λωζάννης τον Ιoύλιο του 1923. Η συνθήκη πρόβλεπε την ανταλλαγή των πληθυσμών με βασικό κριτήριο κατάταξης τη θρησκευτική πίστη. Έτσι οι χριστιανοί θα έπρεπε να εκδιωχθούν από την Τουρκία και οι μουσουλμάνοι από την Ελλάδα.

Η επιλογή με βάση το θρήσκευμα οδήγησε αφένός στην εξαίρεση των ελληνικών πληθυσμών που είχαν εξισλαμιστεί ή βρισκόταν σε κρυπτοχριστιανική κατάσταση στην Τουρκία, ενώ εκδιώχθηκαν από την Ελλάδα οι ελληνογενείς και ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι.. Έτσι διαμορφώθηκε στη σημερινή Τουρκία ένας πολύμορφος μουσουλμανικός ελληνικός πληθυσμός που αποτελείται αφ’ ενός από τους γηγενείς εξισλαμισμένους και κρυπτοχριστανούς του Πόντου και αφ’ ετέρου από αυτούς που εκδιώχθηκαν από την Ελλάδα.

Εξισλαμισμένοι Κρητικοί, Μακεδόνες και Κύπριοι

Είναι ιστορικά βεβαιωμένο ότι μεγάλο μέρος των λεγόμενων τουρκοκρητικών είναι ελληνικής καταγωγής. Εξ άλλου το “κρητικό ζήτημα” στις αρχές του αιώνα μας θύμιζε πάρα πολύ το σημερινό πρόβλημα της Βορείου Ιρλανδίας. Τη διαπίστωση αυτή, εκτός των ιστορικών πηγών, υποστηρίζει η ύπαρξη τέτοιων πληθυσμών στη Συρία (Χαμηδιέ) και στη Λιβύη οι οποίοι διατηρούν την ανάμνηση της ελληνικής τους προέλευσης και εξακολουθούν να δηλώνουν “Ελληνες”.

Επίσης και στη κεντρική και νοτιοδυτική Μακεδονία (Αλιάκμωνας και περιοχή Κοζάνης) κατοικούσαν οι εξισλαμισμένοι Ελληνες που έγιναν γνωστοί ως “Βαλαάδες”. Οι Βαλαάδες χαρακτηρίζονται σε εθνογραφικούς χάρτες του περασμένου αιών ως “Greek Muslims”.

Οι ελληνογενείς μουσουλμάνοι της Κρήτης και της Μακεδονίας εκδιώχθηκαν στην Τουρκία το 1923, με τη συνθήκη της Λωζάννης. Εγκαταστάθηκαν κυρίως στη Δυτική και Νότια Μικρά Ασία. Στην πλειοψηφία τους παραμένουν και σήμερα ελληνόφωνοι. Για αυτούς τους πληθυσμούς δημοσίευαν οι τουρκικές εφημερίδες τα προγράμματα της ελληνικής τηλεόρασης.

Στις περιοχές της Κιλικίας (Αττάλεια) κατοικεί επίσης αριθμός ελληνοφώνων Κυπρίων μουσουλμάνων οι οποίοι μετακινήθηκαν εκεί από τα τέλη του περασμένου αιώνα. μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ου.

Εξισλαμισμένοι. Πόντιοι

Η μεγαλύτερη και σπουδαιότερη ομάδα Ελλήνογενών εξισλαμισμένων είναι αυτή που κατοικεί στoν ιστορικό Πόντο και ειδικά στην επαρχία Τραπεζούντας. Οι εγκαταστάσεις αυτών που μιλούν τα ποντιακά ελληνικά περιγράφονται ως εξής στην έρευνα “Ethnic Groups in the Republic of Turkey” του γερμανικού παν/μίου του Τybingen:

“…αποτελούνται από μερικές εξάδες χωριών γύρω από την Τόνια και 40-50 εγκαταστάσεις στις κοιλάδες (επάνω μέρος) Σαλακλί και Γκιουρτσάϋ νότια του Οφι, γύρω από την Τσαϊκαρα και το Κιοπρούμπασι. Υπάρχουν τουλάχιστον δύο κύματα μετανάστευσης στην επαρχία Σακαρυά.”

Υπάρχει ήδη μια αξιόλογξ διασπορά των εξισλαμισμένων στην Κωνσταντινούπολη και στα περισσότερα αστικά κέντρα της Τουρκίας. Κοινότητές τους έχουν δημιουργηθεί στην κατεχόμενη Κύπρο, την Ιμβρο καθώς και στο εξωτερικό (Γερμανία). Επίσης τα τελευταία χρόνια έχει δημιουργηθεί μια μικρή κοινότητα στην Ελλάδα.

Είναι συγκροτημένοι σε κλειστές κοινωνικές ομάδες στις οποίες επικρατεί ενδογαμία. Ξεχωρίζουν τον εαυτό τους από τους καθαρούς Τούρκους και τους διακρίνει φιλελληνισμός. Αυτοδηλώνονται ως “Ρωμαίοι” (Ρωμιοί) και είναι κυρίως ελληνόφωνοι. Οι ίδιοι υποστηρίζουν ότι σε όλο τον Πόντο ξεπερνούν τις 300.000 άτομα.. Οι ελληνόφωνοι αυτοί Ρωμιοί περιλαμβάνονται συνήθως στους πληθυσμούς που καταγράφονται ως “Λαζοί”. Με την ονομασία αυτή δηλώνονται δύο βασικά εθνοτικές ομάδες: οι παραδοσιακοί Λαζοί, οι οποίοι είναι γεωργιανό φύλο που βρίσκεται πολύ κοντά στους Μιγγρέλους της Γεωργίας και οι “Ρωμαίοι”.

Οι ελληνόφωνοι Ρωμιοί μιλούν διάφορα ιδιώματα της τραπεζουντιακής διαλέκτου της ελληνικής γλώσσας. Τη γλώσσα που μιλούν την ονομάζουν “ρωμαϊκά”. Οι Οφλήδες μιλούν την αρχαιοπρεπέστερη ελληνική διάλεκτο που βρίσκεται εν ζωή. Είναι οι μόνοι που χρησιμοποιούν ως αρνητικό μόριο το “ου” και “ουκί” ενώ παρατηρείται και το φαινόμενο του τσιτακισμού. Η διάλεκτος ακόμα ακμάζει και διατηρεί την ικανοτητα να αφομοιώνει ξένες λέξεις και να τις διαμορφώνει με βάση τις ανάγκες της γλώσσας. Τον ελληνικό τύπο ακολουθούν και τα μουσουλμανικά ονόματα. Ο Μεμέτης, ο Κεμάλης, ο Τουργκούτης κ.λπ. Η Κωνσταντινούπολη επιβιώνει με την μεσαιωνική λαϊκή της ονομασία: Ισταμπόλη (από το “Εις την Πόλη”), απ’ όπου προήλθε και το σημερινό τούρκικο όνομά της: Ισταμπούλ.

Η νεολαία σήμερα ξεπερνά την παλιά θρησκευτική προκατάληψη που αδιαφορούσε για τα εθνικά χαρακτηριστικά. Αρχίζει να αναζητεί την εθνική της προέλευση. Στην Κωνσταντινούπολη, όπου υπάρχει ισχυρή παροικία, καθώς και στην Τραπεζούντα έχουν ξεκινήσει προσπάθειες προβολής και υπεράσπισης του ελληνόφωνου πολιτισμού.

Η τραγωδία του Πόντου

Για τους ελληνόφωνους μουσουλμάνους της βόρειας Τουρκίας, δηλαδή του μικρασιατικού Πόντου, έχουμε πλήθος ιστορικών δεδομένων. Το 1914 ο ελληνικός πληθυσμός της περιοχής ανερχόταν σε 929.495 και κατανεμόταν ως εξής:

α) Ορθόδοξοι Ελληνες: 696.495,

β) Μουσουλμάνοι Ελληνες: 190.000,

γ) Κρυπτοχριστιανοί: 43.000

Οπως μας πληροφορεί ο μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος, οι εξισλαμισμοί στον Πόντο πραγματοποιήθηκαν την περίοδο 1648- 1687 από τις πιέσεις των φεουδαρχών, των Ντερεμπέηδων. Γράφει:

“Ενεκα των από των Τερε-βέηδων πιέσεων τούτων και των δεινών διωγμών οι από του ποταμού Ακάμψιος (Τσορόχ) μέχρι Τραπεζούντος συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί, οι κατοικούντες τας περιφερείας Ριζαίου, Οφεως, Σουρμένων και Γημωράς εξισλαμίστηκαν αθρόως. Οι χριστιανοί της περιφέρειας Οφεως είχον εξισλαμισθεί κατά την παράδοσιν ομού μετά του επισκόπου αυτών Αλεξάνδρου μετονομασθέντος Ισκεντέρ…”.

Το τελευταίο κύμα των εξισλαμισμών συμπίπτει χρονικά με την γενοκτονία (1916-1923) που εξαπέλυσαν οι Τούρκοι κατά του χριστιανικού ελληνικού πληθυσμού του Πόντου. Οι Νεότουρκοι είχαν αποφασίσει τον βίαιο εξισλαμισμό των χριστιανικών εθνοτήτων και για το σκοπό αυτό δημιούργησαν ορφανοτροφεία για τα παιδιά των χριστιανών που είχαν εξοντώσει. Στα ελληνόπαιδα παρείχαν τουρκική παιδεία και ισλαμική θεολογική μόρφωση. Τις ελληνίδες τις υποχρέωναν σε γάμο με μουσουλμάνους.

Το ότι δεν υπήρχαν αξιόλογοι τουρκικοί πληθυσμοί στο χώρο του Πόντου φαίνεται από το γεγονός ότι και οι ίδιες οι τουρκικές αρχές προτιμούσαν τη χρήση του όρου “μουσουλμάνος” και όχι “Τούρκος”. Σε κείμενο συνεννόησης - που αφορούσε τους όρους αυτονομίας του Πόντου και πρόβλεπε την ισοπολιτεία των κατοίκων του - που υπογράφτηκε το Σεπτέμβριο του 1919 στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ του μητροπολίτη Τραπεζούντας Χρυσάνθου και του βαλή Τραπεζούντας Σουλεϊμάν Νετζμή Βέη ανάφερε δύο ομάδες κατοίκων: τους Ελληνες και τους Μουσουλμάνους.

Στην επιχειρηματολογία πάντως των Χριστιανών Ποντίων προς τις συμμαχικές δυνάμεις χρησιμοποιήθηκε η ελληνική καταγωγή των μουσουλμάνων του Πόντου. Στην Συνδιάσκεψη Ειρήνης του Παρισιού στις 30/12/1918 υπεβλήθη υπόμνημα για την δημιουργία της “Ελληνικής Δημοκρατίας του Πόντου”. Μεταξύ άλλων υπάρχει το εξής επιχείρημα:

“…από τον μουσουλμανικόν πληθυσμό μέγα μέρος είναι ελληνικής καταγωγής και δεν ελησμόνησαν ούτε την καταγωγήν αυτών, ούτε την ελληνικήν γλώσσαν, ην εξακολουθούν να ομιλώσιν.”


Η Σημασία αυτών των Πληθυσμών

Οι εξισλαμισμένοι και κρυπτοχριστιανικοί πληθυσμοί μας βοηθούν στο να κατανοήσουμε την φύση της σύγχρονης Τουρκίας. Μας θυμίζουν την παλιά οικουμενικότητα του ελληνισμού. Ένα τμήμα της παλιάς ρωμιοσύνης παραμένει με κρυπτοχριστιανική ή μουσουλμανική μορφή, στους παλιούς ελληνικούς τόπους της Ανατολής.

Το τουρκικό κράτος προσπαθεί με κάθε τρόπο να αφομοιώσει τους πληθυσμούς αυτούς. Επιδιώκει την κοινωνική διάσπαση των συμπαγών πληθυσμών με μεταφορά σε άλλα μέρη της Τουρκίας. Ετσι δόθηκαν οικονομικά κίνητρα για μετανάστευση των ελληνόφωνων στο Κουρδιστάν, την Ιμβρο και την κατεχόμενη Κύπρο. Σήμερα ένα από τα τουρκικά χωριά της Ιμβρου κατοικείται από εξισλαμισμένους ελληνόφωνους ενώ περί τους 3.000 έχουν εγκατασταθεί ως έποικοι στην κατεχόμενη Κύπρο. Οι ελληνόφωνοι έποικοι είναι μία από τις λίγες εθνοτικές ομάδες που μεταφέρθηκαν εκεί και διατηρούν αρμονικές σχέσεις με τους εγκλωβισμένους.

Από την άλλη όμως οι ελληνογενείς μουσουλμάνοι της Τουρκίας προσπαθούν να διασώσουν την πολιτιστική τους ταυτότητα και να αναδειχθούν σε μια γέφυρα φιλίας και συνεργασίας μεταξύ των λαών της Τουρκίας και της Ελλάδας. Αποδεικνύουν επίσης ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος στις ελληνοτουρκικές σχέσεις πλην αυτού της αλληλοκατανόησης και της συνύπαρξης. Εμείς ελπίζουμε ότι η βασανιστική περιόδος μετασχηματισμού στην οποία έχει εισέλθει η Τουρκία θα τελειώσει με την δημιουργία μιας πραγματικής δημοκρατικής και πολυπολιτισμικής κοινωνίας.

1o ΕΝΘΕΤΟ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ

Για τις περιοχές των εξισλαμισμένων Ελλήνων του Πόντου ο Μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος γράφει:

“Οι περί των Ψυχρόν ποταμόν (Μπαλτατζή Ντερέ) οικούντες Οφίται ή Οφλήδες, διετήρησαν την ελληνικήν γλώσσαν και τα ελληνικά ήθη και έθιμα, ενθυμούνται ακόμη την εξ Ελλήνων καταγωγήν αυτών. Είναι ημερώτεροι των Λαζών και κατά την κληροδοτηθείσαν αυτοίς παρά των Ελλήνων προγόνων αυτών παράδοσιν ασχολούνται με τα γράμματα και την θεολογίαν. Αι μουσουλμανικαί ιερατικαί και θεολογικαί σχολαί του Οφεως ήσαν αι τελειότεραι εν των Οθωμανικώ κράτει. Οι άνδρες εν Οφει γιγνώσκουσιν και την τουρκικήν γλώσσαν, αλλ’ αι γυναίκες ηγνόουν αυτήν, και δια τούτο μέχρι των ημερών ημών εις την κατ οίκον ομιλία εγίνετο χρήσις του Ελληνικού Ποντικού ιδιώματος του Οφεως. Τα χωρία αυτών μέχρι των ημερών ημών διετήρουν τα Ελληνικά αυτών ονόματα, Παλαιοχώριν, Μεσοχώριν, Υψηλή ή Υψηλάντων, όθεν προήλθεν η οικογένεια των Υψηλαντών, Ξένος, Αληθινός, Φωτεινός, Χαλάεσσα, Γοργορά, Κοντού, Χωλός, Οκελος, σώζονται δε εν αυτοίς πολλοί ναοί και χειρόγραφα ελληνικά… Ελληνόφωνοι, αλλ ουχί ήμεροι ως οι Οφίται παρέμειναν και οι εξισλαμισθέντες χριστιανοί της Θοανίας (Τόνγιας), τα δε χωρία αυτών διετήρησαν κατά το πλείστον ομοίως τα ελληνικά ονόματα, οίον Κατωχώριν, Μεσοπλάγιν, Μεσοπαίδιν.”


2o ΕΝΘΕΤΟ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ

Οι ελληνικοί πληθυσμοί, με μουσουλμανική κυρίως μορφή, αποτυπώθηκαν στην έρευνα “Ethnic Groups in the Republic of Turkey” του γερμανικού πανεπιστημίου του Tybigen. Στην έρευνα αυτή οι ελληνογενείς της Τουρκίας σήμερα κατατάσσονται σε δύο κατηγορίες: τους “Greek-speaking Muslims: Pontic” και τους “Greek-speaking Muslims: Cretan, Cypriot and others”. Οι ομάδες αυτές χαρακτηρίζονται από μεγάλη ανομοιογένεια, η οποία καθορίζεται από την γεωγραφική προέλευση και τις θρησκευτικές τοποθετήσεις.

Thursday, October 11, 2007

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΒΗΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΗΣ ΑΡΜΕΝΙΚΗΣ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑΣ ΕΓΙΝΕ.... ΣΕΙΡΑ ΕΧΕΙ Η ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΙΑΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ



US bill on Armenia moves forward
BBC breaking news graphic
A bill recognising the killing of Armenians in Ottoman times as genocide has cleared its first hurdle in the US Congress despite Turkish warnings.

It passed through the House Foreign Affairs Committee by 27 votes to 21 - the first step towards holding a vote in the House of Representatives.

Turkish PM Recep Tayyip Erdogan had warned the bill's success would "significantly weaken" relations.

President George W Bush had urged US legislators not to pass it.



Προσχέδιο νόμου που αναγνωρίζει τη δολοφονία Αρμενίων ως γενοκτονία επικυρώθηκε από την Αμερικανική Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής των Αντιπροσώπων παρά τις τουρκικές αντιδράσει και προειδοποιήσεις. Ο τούρκος πρωθυπουργός Recep Tayyip Erdogan είχε προειδοποιήσει ότι η προώθηση του προσχέδιου νόμου "θα αποδυνάμωνε σημαντικά " τις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών.

Ο Πρόεδρος George W Bush είχε ζητήσει από τους Αμερικανικούς νομοθέτες να απορρίψουν το νομοσχέδιο το οποίο εντέλει υπερψηφίστηκε με ψήφους 27 υπέρ έναντι 21 κατά, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο και για την αναγνώριση της γενοκτονίας του

Ποντιακού Ελληνισμού.

ΤΟ ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΕΛΛΑΔΟΣ ΧΑΙΡΕΤΙΖΕΙ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΤΡΕΠΕΙ ΤΑ ΜΕΛΗ ΤΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΜΑΣ ΠΟΥ ΖΟΥΝ ΣΤΙΣ ΗΠΑ ΝΑ ΕΝΤΕΙΝΟΥΝ ΤΙΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΕΗΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΟΥ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟΥ ΚΟΓΚΡΕΣΟΥ ΓΙΑ ΤΑ ΑΠΕΡΙΓΡΑΠΤΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ, ΠΟΥ ΔΕ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΣΥΛΛΑΒΕΙ Η ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ, ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΣΦΑΓΕΑ ΚΕΜΑΛ ΚΑΙ ΤΩΝ ΝΕΟΤΟΥΡΚΩΝ.

ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΕΝΤΟΣ ΚΑΙ ΕΚΤΟΣ ΤΩΝ ΤΕΙΧΩΝ ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΟΥΣ…

«Η Τουρκία εγείρει διαρκώς θέμα μειονότητας στη Θράκη για τρεις κυρίως λόγους. Ο πρώτος είναι στρατηγικής σημασίας και, όπως ήδη έχει αναφερθεί, ανάγεται στην κεμαλική υποθήκη περί μελλοντικής υπαγωγής της περιοχής στα όρια του τουρκικού κράτους. Ο δεύτερος αποτελεί κίνηση τακτικής και απορρέει από την ανάγκη δημιουργίας εντυπώσεων αντιπερισπασμού και αποπροσανατολισμού προς την διεθνή κοινή γνώμη, εξ αιτίας των ιδικών της, σε βάρος της Ελλάδος, υπαρκτών προκλήσεων. Ο τρίτος λόγος έχει ψυχολογική βάση και ανάγεται στη βεβαιότητα της Τουρκίας ότι, κάθε φορά που οι γείτονες μας ομιλούν, υποκριτικά και με ιδιοτέλεια, για την μουσουλμανική μειονότητα, εμείς στην Ελλάδα αγωνιούμε, ως δακτυλοδεικτούμενοι ένοχοι, να βρούμε επιχειρήματα, προκειμένου να «απολογηθούμε» και να αποσείσουμε τις, συνήθως αβάσιμες και σκοπίμως κατασκευασμένες, τουρκικές κατηγορίες. Με άλλα λόγια, η Τουρκία, ενισχυόμενη ακατάπαυστα και από ένα ακατανόητο, ιδίως στις διεθνείς σχέσεις, πλέγμα ενοχής, που φροντίζουν επιμελέστατα να καλλιεργούν «εντός των τειχών» οι πάσης φύσεως «προοδευτικοί» και «μονοπωλητές» των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, εκμεταλλεύεται άριστα την παρουσία της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη και καταλογίζει, ξεδιάντροπα και ατιμωρητί, στην Ελλάδα, όλα όσα η ίδια διέπραξε σε βάρος της εξοντωθείσης, ήδη, ελληνικής μειονότητας της Τουρκίας, χωρίς ποτέ, γι’ αυτή της την απάνθρωπη συμπεριφορά, να αισθανθεί την ανάγκη, όχι μόνο να λογοδοτήσει, αλλά ακόμη και να δώσει υποτυπώδεις, έστω, εξηγήσεις».

  • ΕΝΤΟΣ ΚΑΙ ΕΚΤΟΣ ΤΩΝ ΤΕΙΧΩΝ ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΟΙ ΜΟΝΟΠΩΛΗΤΕΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ….
  • ΕΝΤΟΣ ΚΑΙ ΕΚΤΟΣ ΤΩΝ ΤΕΙΧΩΝ ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΟΙ ΥΜΝΗΤΕΣ ΤΟΥ ΣΦΑΓΕΑ «ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΗ» ΚΕΜΑΛ…
  • ΕΝΤΟΣ ΚΑΙ ΕΚΤΟΣ ΤΩΝ ΤΕΙΧΩΝ ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΟΙ ΠΛΗΡΩΜΕΝΟΙ ΚΟΝΤΥΛΟΦΟΡΟΙ…

  • ΕΝΤΟΣ ΚΑΙ ΕΚΤΟΣ ΤΩΝ ΤΕΙΧΩΝ ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΟΙ «ΕΞΟΛΟΘΡΕΥΤΕΣ» ΤΩΝ 2.700 ΧΡΟΝΩΝ ΤΗΣ ΕΝΔΟΞΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΠΟΝΤΙΑΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ…

  • ΣΥΝΕΧΙΣΤΕ ΕΠΙΔΕΙΚΤΙΚΑ ΝΑ ΑΓΝΟΕΙΤΕ ΚΑΙ ΝΑ ΜΑΧΕΣΤΕ ΤΗΝ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΙΑΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ...

  • ΣΥΝΕΧΙΣΤΕ ΝΑ ΣΠΑΤΑΛΙΕΣΤΕ ΣΕ ΜΙΑ ΜΙΖΕΡΗ ΚΑΙ ΑΔΙΕΞΟΔΗ ΕΛΛΑΔΟΚΕΝΤΙΚΗ ΑΥΤΟΛΑΓΝΕΙΑ…

  • ΣΥΝΕΧΙΣΤΕ ΝΑ ΑΡΝΕΙΣΤΕ ΤΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΠΟΝΤΙΑΚΩΝ ΣΧΟΛΕΙΩΝ ΕΚΕΙ ΟΠΟΥ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΙΚΑΝΟΙ ΠΟΝΤΙΑΚΟΙ ΠΛΗΘΥΣΜΟΙ…

  • ΣΥΝΕΧΙΣΤΕ ΝΑ ΚΡΑΤΑΤΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΚΛΕΙΣΤΑ ΜΠΟΡΟΣΤΑ ΣΤΟ ΔΡΑΜΑ ΠΟΥ ΖΟΥΝ ΟΙ 8.000.000 ΚΡΥΠΤΟΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΤΗΣ ΝΕΟΚΕΜΑΛΙΚΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ ΟΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΟΠΟΙΟΥΣ ΕΙΝΑΙ «ΠΟΝΤΙΑΚΗΣ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ»…

ΣΥΝΕΧΙΣΤΕ ΝΑ ΠΡΟΒΑΛΛΕΤΑΙ ΩΣ "ΦΩΤΕΙΝΗ" ΤΗ "ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΟΥ ΜΥΑΛΟΥ ΣΑΣ"…

Η ομάδα Ρεπούση-Λιάκου κλπ που διαχειρίζεται με τον συγκεκριμένο πολιτικό τρόπο την ιστορική μνήμη κατηγορήθηκε ήδη ανοιχτότατα ως “αναθεωρητική“, δηλαδή κάτι σαν τους ΦΙΛΟΝΑΖΙ ιστορικούς στην Ευρώπη που αμφισβητούν το Ολοκαύτωμα και την Αρμενική Γενοκτονία.

Ίσως γι αυτό αντέδρασαν με κείμενα στην ποινικοποίηση της Άρνησης της Αρμενικής Γενοκτονίας από τη γαλλική κυβέρνηση. Γιατί μάλλον μ’ αυτό το νόμο κινδυνεύουν με σύλληψη στην Ευρώπη, η οποία ξέρει (ή καλύτερα, προσπαθεί) να σέβεται την πανανθρώπινη ιστορική μνήμη και να προφυλάσσει ακόμα και διοικητικά τη Μνήμη για τα αποτρόπαια εθνικιστικά εγκλήματα των Ναζί και των Νεοτούρκων.

Monday, September 3, 2007

Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΙΑΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ

Ο ΠΟΝΤΙΑΚΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΟΔΕΥΕΙ ΠΡΟΣ ΤΗ ΡΩΣΙΑ

Εργασία που εκπονήθηκε στα πλαίσια των μαθημάτων της Θ. Ανθογαλίδου.

Επιμέλεια, διορθώσεις Θ. Ανθογαλίδου

Η ύπαρξη ελληνικού πληθυσμού στα εδάφη της σημερινής Κοινοπολιτείας των Ευρασιατικών Κρατών και της Δημοκρατίας της Γεωργίας χρονολογείται μεταξύ του 8ου και του 7ου αιώνα π.Χ., οπότε ιδρύονται οι πρώτες ελληνικές αποικίες στις περιοχές της βόρειας ακτής της Μαύρης Θάλασσας και στον Καύκασο. Μέχρι και την εποχή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας οι αποικίες αυτές εξακολουθούν να υφίστανται. Τον 9ο μ.Χ. αιώνα μάλιστα δημιουργούνται επίσημες επαφές μεταξύ Ελλήνων και Ρώσων και στη συνέχεια η Ρωσία εκχριστιανίζεται από το Βυζάντιο. Όταν το 1453 η Κωνσταντινούπολη περιέρχεται στην κυριαρχία των Οθωμανών πολλοί είναι οι Έλληνες που θα βρουν καταφύγιο στη χριστιανική Ρωσία. Καθ' όλη τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας η Ρωσική Αυτοκρατορία δέχεται ελληνικούς πληθυσμούς, που εγκαταλείπουν τον Μικρασιατικό Πόντο.

Η έλευση 3.000.000 Μωαμεθανών ( Αζέροι, Αζερμπαϊτζάνοι, Κιρκάσιοι/Τσερκέζοι και Τσέτες, Αμπχαζοί, Τατάροι και άλλα υπολείμματα μογγολικών ομάδων καθώς και Τούρκοι ) καθ' όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, λόγω κατάκτησης των τόπων κατοικίας τους από ρωσικά στρατεύματα , ανέτρεψε την ευαίσθητη ισορροπία μεταξύ χριστιανικών και μωαμεθανικών πληθυσμών σε βάρος των πρώτων. Χιλιάδες αγρότες εξαναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τον τόπο τους και να καταφύγουν σε ρωσοκρατούμενα μέρη. Από το 1801 έως το 1856 περισσότεροι από 100.000 Πόντιοι πέρασαν τα τουρκορωσικά σύνορα, με σκοπό να εγκατασταθούν στις γεωργιανές πεδιάδες. Επανοίκησαν μέρη που είχαν εγκαταλείψει οι Μωαμεθανοί, ίδρυσαν δεκάδες νέους οικισμούς και εισήγαγαν νέες καλλιέργειες. Οι ξεριζωμένοι πληθυσμοί αντιλαμβανόμενοι ως κίνδυνο τον εκρωσισμό τους και επιθυμώντας να διατηρήσουν την πολιτιστική τους ταυτότητα ζητούσαν την αποστολή δασκάλων και ιερομόναχων. Γύρω στο 1880 στα ελληνικά καπνοχώρια της κεντρικής Γεωργίας και στους οικισμούς των μεταλλωρύχων ήδη λειτουργούσαν 192 δημοτικά σχολεία (πολλά εκ των οποίων μονοθέσια και διθέσια).

Το 1778 κατέφυγαν στην Αζοφική 31.098 Έλληνες της Κριμαίας. Από τότε ο αριθμός των Ελλήνων στο σιτοβολώνα της Αζοφικής συνεχώς αύξανε. Μετά το τέλος του "Πολέμου της Ανατολής" ( 1877-78 ) οι Ελληνες που ζουν εκεί φτάνουν στις 180.000. Ο ρυθμός μετανάστευσης προς τη Ρωσία μέσα σε ένα αιώνα αυξήθηκε κατά 600%.

Όσο αφορά την οικονομική τους δραστηριότητα, 25 αιώνες μετά την εγκατάσταση των πρώτων αποίκων στην Προποντίδα και τον Εύξεινο Πόντο, οι παραδοσιακές ελληνικές εστίες στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και οι ελληνικές κοινότητες της διασποράς πέρα από τα οθωμανικά σύνορα διένυαν μια από τις πιο εντυπωσιακές φάσεις της ιστορίας του βορειοανατολικού ελληνισμού.

Η διείσδυση των ευρωπαίων εμπόρων στις μαυροθαλασσίτικες αγορές σε συνδυασμό με τον εξευρωπαϊσμό της ελληνικής αστικής τάξης είχαν σαν αποτέλεσμα τόσο την ανάπτυξη της αγροτικής και βιοτεχνικής παραγωγής, όσο και τη δημιουργία μεγάλων εμπορικών οίκων και αντιπροσωπειών, ναυτιλιακών γραφείων και τραπεζών. Ο ευρωπαϊκός ανταγωνισμός και οι απαιτήσεις της διεθνούς αγοράς επιτάχυναν τη διαδικασία εκσυγχρονισμού των ελληνικών επιχειρήσεων, οι οποίες είχαν το πλεονέκτημα της αποκλειστικής γνώσης της αγοράς και της στήριξης από πολυπληθές και δυναμικό δίκτυο ομογενών.

Η εντυπωσιακή οικονομική ανάπτυξη των Ελληνοποντίων κατά το 19ο αιώνα είχε άμεσο αντίκτυπο στην κίνηση των γραμμάτων και της παιδείας. Μετά το 1881 σύλλογοι, λέσχες και φιλανθρωπικές αδελφότητες σε μεγάλα αστικά κέντρα αλλά και σε μικρότερες πόλεις αναπτύσσουν έντονη πολιτιστική δράση. Αλλά και σε περιοχές που στερούνται μεγάλης εμπορικής δραστηριότητας, όπως στα καπνοχώρια της Γεωργίας, στα ψαροχώρια της Κριμαίας και στα άγρια ρουμάνια της οροσειράς του Καυκάσου, οι Πόντιοι μετανάστες διατηρούσαν την πολιτιστική τους ταυτότητα και οργάνωναν θεατρικές παραστάσεις στην ποντιακή γλώσσα με θέματα εμπνευσμένα από την ποντιακή ζωή. Από το ένα έως το άλλο άκρο της Μαύρης Θάλασσας και από τα βάθη της οθωμανοκρατούμενης και της ρωσοκρατούμενης ενδοχώρας υπήρχαν εκατοντάδες εύρωστες ελληνικές επιχειρήσεις. Η δύναμη των Ελλήνων ήταν τέτοια, ώστε να είναι σε θέση να ελέγχουν και να επηρεάζουν σημαντικό μέρος της οικονομικής ζωής σε κρατικό και διακρατικό επίπεδο.

Μετά τον "Πόλεμο της Ανατολής" (1877-78) η Ρωσία αποσπά από την Οθωμανική Αυτοκρατορία την επαρχία του Καρς και δημιουργεί με ανεξάρτητη ρωσική διοίκηση το Κυβερνείο του Καρς. Δεδομένης της τεράστιας στρατηγικής σημασίας της περιοχής, οι ρωσικές δυνάμεις εφαρμόζουν τις εξής τακτικές: συστηματικοί διωγμοί εναντίον Μωαμεθανών, εγκατάσταση χιλιάδων Ρώσων μετοίκων και προσέλκυση μεταναστών από τον Πόντο με το δέλεαρ διαφόρων παροχών. Χωριά ολόκληρα ξεσηκώθηκαν και ακολουθώντας τους αρχηγούς κάθε κοινότητας διέσχισαν τα οθωμανορωσικά σύνορα προκειμένου να βρεθούν σε ελεύθερα και ορθόδοξα εδάφη. Στα νέα χώματα τηρούν αυστηρά τα έθιμά τους και διατηρούν τη γλώσσα τους για να μην αφανιστούν. Συχνά στο σχολείο ο δάσκαλος δίδασκε τη ρωσική και κρυφά την ελληνική γλώσσα. Όταν οι ρωσικές αρχές αποπειράθηκαν να επιβάλουν την αποκλειστική χρήση της ρωσικής, οι ελληνικές κοινότητες αντέδρασαν και απαίτησαν να γίνει σεβαστή η πολιτική τους ταυτότητα καθώς και να αναγνωριστούν οι κοινοτικές τους οργανώσεις. Το 1918 στο Κυβερνείο του Καρς ζουν 185.000 Ρώσοι, 75.000 Έλληνες, άλλοι τόσοι Αρμένιοι και 15.000 Μωαμεθανοί (κυρίως Κούρδοι).

Με την έναρξη της Επανάστασης των Μπολσεβίκων, τα ρωσικά στρατεύματα εγκαταλείπουν τον Ανατολικό Πόντο και το Κυβερνείο του Καρς. Οι 75.000 Έλληνες (Καρσλήδες), διαβλέποντας την κατάληψη της περιοχής από οθωμανικά στρατεύματα, καταφεύγουν στη Γεωργία και στην περιοχή του Κουμπάν (Κρασνοντάρ) για να σωθούν. Μετά την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάνης το 1923 και ως το τέλος του 1924 εκκενώνεται η Θράκη, η προποντιακή Μικρασία και ο Πόντος. Ο αριθμός των νεκρών ανέρχεται στις 100.000 κατά την περίοδο των διώξεων (1914-1922). Στο ίδιο διάστημα η μετανάστευση από τον Πόντο προς τη Ρωσία και από τη βουλγαρική και οθωμανική Θράκη προς τη Ρουμανία, Ελλάδα, Αφρική, Αμερική και Ρωσία πήρε τη μορφή της προσφυγιάς. Λίγοι μόνο Έλληνες της βόρειας Θράκης παρέμειναν στη Βουλγαρία. Το σύνολο όσων μεταναστεύουν από τον Πόντο στον Καύκασο και στην υπόλοιπη Ρωσία σ' όλη τη διάρκεια των διώξεων (1914-24) υπολογίζεται σε 150.000 - 250.000, με αποτέλεσμα το 1918 ο πληθυσμός των Ελλήνων - Ποντίων στην Σοβιετική Ένωση να ανέρχεται, σύμφωνα με τον Μ. Αιλιανό, σε 700.000. Το μεγαλύτερο μέρος των ελλήνων αγροτών, που παρέμειναν στη Σοβιετική Ένωση, παρά τις διώξεις κατά τη διάρκεια της σταλινικής εποχής και τις υποχρεωτικές μετακινήσεις από τα παράλια προς τα βάθη της Ασίας (1930-50), κατόρθωσε να επιζήσει και να διατηρήσει την πολιτιστική του ταυτότητα ως την εποχή της "περεστρόικα", όπου πλέον οι 500.000 Έλληνες διεκδίκησαν την ύπαρξή τους.

Αξίζει όμως να δούμε από πιο κοντά την πορεία του ποντιακού ελληνισμού στη Σοβιετική Ένωση. Σύμφωνα με την περιοδοποίηση της Μαρίας Βεργέτη τρεις είναι οι ιστορικές περίοδοι που οριοθετούν την πορεία αυτή. Η πρώτη περίοδος ξεκινά από την Οκτωβριανή Επανάσταση (1917) και διαρκεί ως το 1937. Επικρατούσα ιδεολογία της εικοσαετίας αυτής είναι η λενινιστική και η πολιτική ελευθερία όσον αφορά την ελληνική γλώσσα και τον τρόπο ζωής των εθνοτήτων είναι χαρακτηριστική. Χάρη στην ανεκτική στάση της Σοβιετικής Ένωσης δημιουργούνται οι κατάλληλες συνθήκες για μεγάλη ανάπτυξη του ελληνοποντιακού πολιτισμού, του οποίου αντίστοιχη δεν παρουσιάζεται στο ελληνικό κράτος.

Οι γλώσσες που μιλιούνται από τον ποντιακό ελληνισμό ανάλογα με την περιοχή κατοικίας τους είναι η ποντιακή (Γεωργία, Καύκασος), η μαριουπολιτική (περιοχή της Μαριούπολης, διάλεκτος με πολλά γλωσσικά στοιχεία ξένα προς την ελληνική) και η κοινή δημοτική (Κριμαία). Το 1926 αποφασίζεται μάλιστα η κατάργηση της καθαρεύουσας και η διδασκαλία της δημοτικής στα ελληνικά σχολεία και ταυτόχρονα καταργείται η ορθογραφία με την εισαγωγή της φωνητικής γραφής. Η τελική απόφαση παίρνεται ομόφωνα το 1934 σε συνέδριο στη Μόσχα, όπου καθορίζεται στα σχολεία να διδάσκεται μόνο η δημοτική, παράλληλα όμως να χρησιμοποιούνται και τα τοπικά ιδιώματα, εφόσον ο πολύς κόσμος δυσκολεύεται ακόμη με την κοινή δημοτική.

Την ίδια περίοδο χτίζονται νέα σχολεία, ιδρύονται βιβλιοθήκες, εκδίδονται ελληνικά έντυπα, μεταφράζονται στη δημοτική και στην ποντιακή θεωρητικοί του μαρξισμού και Ρώσοι κλασικοί και ανεβαίνουν ελληνικές θεατρικές παραστάσεις. Η πνευματική άνθηση του ποντιακού ελληνισμού συνοδεύει την οικονομική ευημερία του.

Η δεύτερη περίοδος σημαδεύεται από διώξεις και μαζικούς εκτοπισμούς τμήματος του πληθυσμού. Είναι η εποχή της απόλυτης κυριαρχίας του Ι. Στάλιν, του οποίου η πολιτική πρακτική προς τα εγκατεστημένα στη Σοβιετική Ένωση έθνη επεκτείνονται και στην εποχή των διαδόχων του. Το βιοτικό επίπεδο παρουσιάζει κατακόρυφη πτώση. Το 1938 απαγορεύεται κάθε ελληνική πολιτισμική δραστηριότητα, ενώ τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου το καθεστώς αποφασίζει το κλείσιμο των σχολείων πολλών εθνικών ομάδων, μεταξύ των οποίων και της ελληνικής. Απαγορεύεται η κυκλοφορία ελληνικών εντύπων, συλλαμβάνονται ακόμα και κομμουνιστές Έλληνες εκπαιδευτικοί, καταστρέφονται τα ελληνικά τυπογραφεία, πολλοί Έλληνες διανοούμενοι διώκονται και κάποιοι εκτελούνται χωρίς ανάκριση και δίκη. Πολλοί επίσης πόντιοι εκτοπίζονται. Σχετικά με το συνολικό αριθμό των εκτοπισμένων Ελλήνων της Ουκρανίας (περιοχή Κριμαίας), Ρωσίας (περιοχή Κουμπάν) και Γεωργίας οι σοβιετικές αρχές δεν ανακοίνωσαν ποτέ στοιχεία. Σύμφωνα με τον Α. Καρπόζηλο, ανεπίσημες πηγές υπολογίζουν ότι μέχρι το 1959 ζούσαν στην εξορία 350.000 Πόντιοι, ενώ επίσημα το 1940 ο ελληνικός πληθυσμός υπολογιζόταν γύρω στις 450.000.

Με το θάνατο του Στάλιν (1953) και τη διαδοχή του από το Χρουστσόφ αρχίζει η φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος, που ωστόσο δεν οδηγεί σε νέα ανάπτυξη του ποντιακού ελληνισμού. Τα μόνα ελληνικά σχολεία που λειτουργούν βρίσκονται στην Τασκένδη, όπου φοιτούν τα παιδιά Ελλήνων πολιτικών προσφύγων που ήρθαν στη Σοβιετική Ένωση την περίοδο 1946-49. Όμως τουλάχιστον τώρα οι Έλληνες - Πόντιοι έχουν το δικαίωμα αγοράς ελληνικής εφημερίδας και τις δεκαετίες του 1960-70 επαναλειτουργούν ελληνικά τμήματα στα θέατρα και στα μουσεία των δημοκρατιών της Υπερκαυκασίας.

Η τρίτη περίοδος αρχίζει το 1985 με την άνοδο του Μ. Γκορμπατσώφ (διαδόχου και συνεχιστή του έργου του Αντρόπωφ) στη θέση του Γενικού Γραμματέα του Κ.Κ.Σ.Ε. Η ιδεολογία και η πρακτική της εποχής της περεστρόικα επιτρέπουν να αναφανεί ο κρυμμένος εθνικισμός των ελληνικών ομάδων, και αιτήματα όπως επιστροφή στην πατρίδα, από την οποία εκδιώχθηκαν βιαίως τη σταλινική περίοδο, αυτονομία, συγκρότηση ομοεθνούς δημοκρατίας ή ακόμα και ανεξαρτησία από το πολυεθνικό κράτος.

Οι εθνικιστικές ταραχές οξύνονται καθώς η λενινιστική ιδεολογία καταρρέει με αποτέλεσμα έθνη με εθνικό κράτος αναφοράς, να έχουν - λόγω και του ανοίγματος των συνόρων - τη δυνατότητα της μετανάστευσης. Σ' αυτή την κατηγορία εμπίπτουν και οι Έλληνες - Πόντιοι που εμφανίζουν αφενός μια τάση για διεκδίκηση αυτόνομης περιοχής και αφετέρου μια τάση μετανάστευσης προς το ελληνικό κράτος.

Η δεύτερη μεταναστευτική τάση ενισχύεται εξαιτίας των αναταραχών που προκαλούνται από τα αιτήματα άλλων εθνών στους τόπους διαμονής σημαντικού ποντιακού πληθυσμού. Χαρακτηριστικές είναι: η περιοχή της Υπερκαυκασίας, η οποία είναι ευαίσθητη σε εθνικιστικές ταραχές, καθώς και οι ασιατικές μουσουλμανικές δημοκρατίες στις οποίες ο ισλαμικός φανατισμός, η τουρανική αφύπνιση και οι τοπικοί εθνικισμοί αναπτύσσονται παράλληλα.

Αναφορικά με τον ελληνοποντιακό πληθυσμό, που ζει στη Σοβιετική Ένωση και στη μετέπειτα "Κοινοπολιτεία των Ευρασιατικών Κρατών", καθώς και στη Δημοκρατία της Γεωργίας κατά την τελευταία δεκαετία, έχουμε τα εξής στοιχεία: Οι περιοχές στις οποίες είναι εγκατεστημένοι είναι πολύ απομακρυσμένες μεταξύ τους και η μεγαλύτερη πληθυσμιακή συγκέντρωση εμφανίζεται στις δημοκρατίες της Υπερκαυκασίας (κυρίως στη δημοκρατία της Γεωργίας και λιγότερο στις δημοκρατίες της Αρμενίας και του Αζερμπαϊτζάν), της Ουκρανίας (στην περιοχή της Κριμαίας), της Ρωσίας, του Καζαχστάν, του Ουζμπεκιστάν, της Κιργισίας αλλά ακόμη και στη Σιβηρία. Παραδοσιακοί χώροι υποδοχής Ποντίων από το Μικρασιατικό Πόντο αποτελούν κυρίως η Γεωργία, η Αρμενία, η Ουκρανία και η Ρωσία, ενώ οι ελληνοποντιακές κοινότητες των άλλων δημοκρατιών, δημιουργούνται από τους εκτοπισμένους συμπαγείς ποντιακούς πληθυσμούς της σταλινικής περιόδου και ειδικότερα τα χρόνια 1942, 1944, 1946 και 1949.

Όσον αφορά τον αριθμό των Ελλήνων - Ποντίων που ζουν στην Σοβιετική Ένωση δεν υπάρχουν έγκυρα στοιχεία. Σύμφωνα με τη σοβιετική απογραφή του 1989, ο ελληνικός πληθυσμός ανέρχεται σε 358.068 άτομα. Ωστόσο ο πραγματικός αριθμός είναι πολύ μεγαλύτερος αυτού της απογραφής, γιατί πολλοί δηλώνουν τη ρωσική ή την τοπική εθνική ομάδα (π.χ. γεωργιανή, ουκρανική κ.ά.), με αποτέλεσμα να καταχωρούνται σε αντίστοιχες στατιστικές μερίδες. Πρέπει να διευκρινίσουμε ότι οι σοβιετικές απογραφές αναφέρονται στο σύνολο του ελληνικού πληθυσμού, ο οποίος στο μεγαλύτερο ποσοστό του είναι ποντιακός. Βάσει των μετριότερων ελληνικών υπολογισμών σήμερα ζουν στην πρώην Σοβιετική Ένωση περίπου 500.000 Έλληνες. Η πλειονότητά τους ζει στη Ρωσία (90.000), στην Ουκρανία (120.000), στη Γεωργία (120.000) και στο Καζαχστάν (60.000).

Πάντως υπό τις παρούσες συνθήκες είναι ανέφικτη η εξακρίβωση του αριθμού των Ελλήνων - Ποντίων που ζουν στην πρώην Σοβιετική Ένωση. Αυτό συμβαίνει αφενός γιατί οι εθνικιστικές ταραχές συνεχίζονται εκεί οπότε είναι δύσκολο να βρεθεί ο ακριβής αριθμός Ελλήνων - Ποντίων νεκρών καθώς και Ελλήνων - Ποντίων που μετανάστευσαν στο εσωτερικό της χώρας σε πιο ήσυχες δημοκρατίες και αφετέρου γιατί τα σύνορα εξακολουθούν να είναι ανοιχτά οπότε μεταναστεύουν πολλοί Έλληνες - Πόντιοι προς την Ελλάδα (εθνικό κράτος αναφοράς).

Ο αριθμός όμως αυτών που καταγράφονται ως μετανάστες αντικατοπτρίζει μόνο τα άτομα που ακολουθούν τη συνήθη γραφειοκρατική διαδικασία. Κατά συνέπεια διαφεύγουν από την αριθμητική καταγραφή όσοι έρχονται στο ελληνικό κράτος για προσωρινή διαμονή και στη συνέχεια αποκτούν άδεια οριστικής εγκατάστασης.

ΕΘΝΟΣ, ΕΘΝΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΥΝΟΧΗ

Η έννοια του έθνους όπως χρησιμοποιείται σήμερα, συγκροτήθηκε ιστορικά τα τελευταία διακόσια χρόνια και συνδέεται άμεσα με τη δημιουργία των εθνικών κρατών. Η ιστορικότητα όμως της έννοιας,δηλαδή το γεγονός ότι το περιεχόμενό της μεταβάλλεται μέσα στο χρόνο, δεν ήταν μέχρι πρόσφατα αποδεκτό από μεγάλη μερίδα ιστορικών, κοινωνιολόγων και ανθρωπολόγων.Η κυρίαρχη αντίληψη για το έθνος και για την εθνική ταυτότητα είναι κληρονομιά του ρομαντικού 19ου αιώνα. Το έθνος αντιμετωπιζόταν σαν οικουμενική, "φυσική" οντότητα, ανεξάρτητη από το χρόνο και το χώρο και η εθνική ταυτότητα σαν αυτονόητη και αναλλοίωτη αποτύπωση κοινωνικής ομοψυχίας και συνοχής. Σήμερα, για τον εννοιολογικό προσδιορισμό του έθνους χρησιμοποιούνται πολλά κριτήρια. Οι ορισμοί που προκύπτουν είναι δυνατόν να κατηγοριοποιηθούν σύμφωνα με τη γερμανική (ή αντικειμενική), τη λατινική (ή υποκειμενική) και τη μαρξιστική αντίληψη, ενώ τελευταία προβάλλουν και νέες προσεγγίσεις. Η φυλή, η γλώσσα, η θρησκεία και οι παραδόσεις αποτελούν αποφασιστικά κριτήρια για τον καθορισμό του έθνους σύμφωνα με τη γερμανική αντίληψη, ενώ η θέληση του πληθυσμού όταν πρόκειται να χωριστούν σε έθνη θεωρείται δευτερεύουσας σημασίας. Η λατινική αντίληψη για το έθνος προτείνει ως κύριο χαρακτηριστικό του την επιθυμία συμβίωσης.Το βασικό κριτήριο είναι η αντίληψη της κοινότητας, του δεσμού που διαμορφώνεται από το ενεργό ιστορικό παρελθόν, το παρόν και το επιθυμητό μέλλον. Η επιθυμία συμβίωσης ενισχύεται από την κοινότητα γλώσσας, εθίμων και παραδόσεων ωστόσο αυτά τα κοινά πολιτισμικά πρότυπα δεν είναι απαραίτητα ούτε επαρκή - σύμφωνα πάντα με την υποκειμενική αντίληψη - για τον καθορισμό του έθνους. Η καθοριστικότητα του οικονομικού παράγοντα προβάλλεται από την μαρξιστική αντίληψη με αποτέλεσμα το έθνος να αντιμετωπίζεται ως δημιούργημα της καπιταλιστικής κυρίως εποχής. Τέλος σύμφωνα με τις σύγχρονες προσεγγίσεις το έθνος γίνεται αντιληπτό όχι σαν πρωταρχική, φυσική και σταθερή οντότητα, αλλά ως προϊόν και αποτέλεσμα της εθνικιστικής επιταγής "ένα έθνος ένα κράτος" (η πολιτική χειραφέτηση του έθνους υπήρξε στόχος των εθνικιστικών κινημάτων). Στοιχεία όπως κοινή καταγωγή, κοινή γλώσσα και θρησκεία καθώς και κοινές παραδόσεις κλήθηκαν να εδραιώσουν την εθνική ταυτότητα ως προσδιοριστικά του έθνους.Τα έθνη προσδιορίζονται ιστορικά κυρίως μέσα από τις διαφορές τους και τις συγκρίσεις τους με άλλα έθνη. Πρόκειται για μια συνεχή διαδικασία ετεροπροσδιορισμού η οποία συμβάλλει στην αέναη αναπαραγωγή της εθνικής ταυτότητας ως μοναδικής.

Ο εθνικός "εαυτός" συγκροτείται σε άμεση αντιδιαστολή με τους κάθε λογής εθνικούς "άλλους". Η εθνική ταυτότητα, όπως άλλωστε και κάθε άλλη ταυτότητα (οικογενειακή, ταξική, τοπική, θρησκευτική, του φύλου) κατατάσσει τα άτομα διαφοροποιώντας τα, δίνοντας έμφαση δηλαδή στις διαφορές και όχι στις ομοιότητες. Ο Δ. Γ. Τσαούσης αναφερόμενος γενικά στην ταυτότητα του κοινωνικού συνόλου τονίζει το δυναμικό χαρακτήρα της και μιλά για συνεχή αναπροσαρμογή της στα πλαίσια της διαλεκτικής σχέσης που συνδέει το συγκεκριμένο κοινωνικό σύνολο με τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο. Οι κύριοι άξονες γύρω από τους οποίους στρέφεται η αναπροσαρμογή της ταυτότητας είναι: α) τα σύνολα που σχηματίζουν τον κοινωνικό περίγυρο από τον οποίο διαφοροποιείται το αυτοπροσδιοριζόμενο σύνολο ως αυτοτελής οντότητα και β) τα πολιτιστικά στοιχεία που συνθέτουν κάθε φορά τη βάση της διαφοροποίησης και αντιδιαστολής. Όσον αφορά την αφετηρία για τον προσδιορισμό της ελληνικής ταυτότητας ο Δ. Γ. Τσαούσης εντοπίζει ως αφετηρία άλλοτε το "ΕΜΕΙΣ" και άλλοτε το "ΟΙ ΑΛΛΟΙ". Στην πρώτη περίπτωση η ελληνική ταυτότητα "έχει ως κύριο σημείο αναφοράς της το "ΕΜΕΙΣ", τα διαφοροποιητικά στοιχεία που μας χαρακτηρίζουν και που αποτελούν διακριτικά γνωρίσματα ομολογημένα και από τους άλλους". Στη δεύτερη περίπτωση η ταυτότητα θεμελιώνεται περισσότερο στην άρνηση των "ΑΛΛΩΝ" παρά στη βεβαίωση του "ΕΜΕΙΣ".

Μεγάλη σημασία για την κατανόηση της συγκρότησης και της διατήρησης της εθνικής ταυτότητας έχει η έννοια της κοινωνικής συνοχής. "Κοινωνική συνοχή σημαίνει ότι το κάθε μέλος αισθάνεται πως είναι "δεμένο" μαζί με τα άλλα σε μια ενότητα και πως το σύνολο που συνθέτουν δεν είναι κάτι το ξένο και το μακρινό, είναι κάτι στο οποίο το μέλος ανήκει, αλλά και το οποίο ανήκει στο μέλος, είναι δικό του." Ο βαθμός κοινωνικής συνοχής επιδρά άμεσα στο συναίσθημα της ψυχολογικής ταύτισης των μελών της ομάδας. Στο πεδίο της εθνικής ταυτότητας η ισχυρή κοινωνική συνοχή μεταφράζεται ως ισχυρή ψυχολογική ταύτιση των μελών με την εθνική ομάδα. Οι παράγοντες που εξασφαλίζουν μεγάλη κοινωνική συνοχή διακρίνονται σε: εσωτερικούς παράγοντες έλξης των μελών και σε εξωτερικούς παράγοντες διαφοροποίησης και αντιδιαστολής της κοινωνικής ομάδας από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο. Τα πολιτισμικά στοιχεία αποτελούν θεμελιώδη εσωτερικό παράγοντα κοινωνικής συνοχής και σαν τέτοιος ελκύει τα μέλη και τα αντιδιαστέλλει με τον κοινωνικό περίγυρο. Επίσης ορισμένα είδη συγκρούσεων στο πλαίσιο της ίδιας της ομάδας είναι δυνατόν να αποτελέσουν εσωτερικό παράγοντα κοινωνικής συνοχής. Στην κατηγορία των εξωτερικών παραγόντων κοινωνικής συνοχής κατατάσσονται: ερεθίσματα και προκλήσεις που εγκυμονούν κινδύνους για την ομάδα και γιαυτό τη συσπειρώνουν αλλά ακόμα και η απλή παρουσία ατόμων και συνόλων που τα μέλη της ομάδας δεν θεωρούν όμοιά τους και δεν μπορούν να ταυτιστούν μαζί τους.

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των ποντίων που συμβίωναν στην πρώην Σοβιετική Ένωση με άλλα έθνη. Η ταύτιση με μια εθνική ομάδα έχει ως συνέπεια την αυτόματη δημιουργία δύο ομάδων στις οποίες μοιράζεται ο κόσμος. Η πρώτη ομάδα είναι η έσω-ομάδα και περιλαμβάνει το εθνικό σύνολο με το οποίο ταυτιζόμαστε ή στο οποίο ανήκουμε. Η δεύτερη ομάδα, η έξω-ομάδα αφορά τα εθνικά σύνολα στα οποία δεν ανήκουμε και δεν ταυτιζόμαστε, πρακτικά δηλαδή όλα τα υπόλοιπα έθνη. Αξιοσημείωτο είναι πως η ταύτιση με την ομάδα οδηγεί σε συμπεριφορά που δημιουργεί κοινωνική απόσταση ανάμεσα στους όμοιους και στους άλλους, μια απόσταση υποκειμενική και όχι γεωγραφική. Όσοι περιλαμβάνονται στα πλαίσια της έσω-ομάδας θεωρούν πως οι συναισθηματικές αντιδράσειςκαι οι εμπειρίες τους μοιάζουν ενώ αναμένουν διαφορές ανάμεσα σε αυτούς και στα μέλη κάποιας έξω-ομάδας. Αποτέλεσμα αυτής της αντίληψης είναι μια συμπεριφορά που τελικά δημιουργεί διαφορές με τα μέλη των έξω-ομάδων και η υιοθέτηση συμβόλων, κανόνων συμπεριφοράς και τρόπων έκφρασης στα πλαίσια της έσω-ομάδας που συμβάλλει στην ομοιομορφία της. Μάλιστα όσο μεγαλύτερη παρουσιάζεται η κοινωνική απόσταση, τόσο "τα μέλη της έσω-ομάδας τείνουν να θεωρούν τον ιδιαίτερο τρόπο ζωής τους ως ανώτερο και να τον ανάγουν σε γνώμονα αξιολόγησης άλλων κοινωνιών συνόλων και πολιτισμών."Η αναφορά που προηγήθηκε στις έννοιες του έθνους, της εθνικής ταυτότητας και της κοινωνικής συνοχής κρίθηκε απαραίτητη προκειμένου να γίνουν αντιληπτές οι ιδιομορφίες που αναδύονται στην περίπτωση των Ελληνοποντίων του τελευταίου μεταναστευτικού κύματος όσο αφορά το αίσθημα του"ανήκειν" σε ένα έθνος και της εθνικής τους ταυτότητας. Όπως έχει ήδη αναφερθεί η πλειονότητα των Ελληνοποντίων που ζούσαν σε εδάφη της πρώην Σοβιετικής Ένωσης εγκαταστάθηκαν εκεί κυρίως τους δύο τελευταίους αιώνες, άλλοι οικειοθελώς και άλλοι εξαναγκαζόμενοι από τις ιστορικές συνθήκες. Στις περιοχές αυτές συμβίωναν άλλοτε ειρηνικά και άλλοτε ανταγωνιστικά μαζί με διάφορα έθνη στα πλαίσια μιας αυτοκρατορίας (19ος αιώνας) και αργότερα στα πλαίσια ενός κράτους (20 αιώνας) το οποίο δεν οικοδομήθηκε σύμφωνα με την επιταγή "ένα έθνος ένα κράτος" και που ωστόσο θεωρούσε επιθυμητή και επεδίωκε τη μέγιστη εθνική ομοιογένεια. Στο πέρασμα του χρόνου οι Ελληνοπόντιοι διατήρησαν πολλά από τα διακριτικά πολιτισμικά τους χαρακτηριστικά και παράλληλα προσεταιρίστηκαν στοιχεία γειτονικών εθνών. Σύμφωνα τόσο με τα κριτήρια της υποκειμενικής όσο και της αντικειμενικής προσέγγισης για τον ορισμό του έθνους, ο συγκεκριμένος πληθυσμός εντάσσεται στα πλαίσια του Ελληνικού έθνους. Οι πόντιοι πρόσφυγες διεκδικούν την ελληνικότητα, επειδή μοιράζονται με τους υπόλοιπους Έλληνες την ίδια γλώσσα (αν και μιλούν διαλεκτική μορφή της, την ποντιακή διάλεκτο, συχνά εμπλουτισμένη με λέξεις δανεισμένες από το λεξιλόγιο γειτονικών εθνών), όσοι πιστεύουν στο Θεό έχουν την ίδια θρησκεία με αυτή του επίσημου ελληνικού κράτους και έχουν σε μεγάλο βαθμό κοινή κουλτούρα, έθιμα και παραδόσεις με τους Έλληνες, ειδικότερα με τους Πόντιους που κατοικούν στην Ελλάδα. Στις αφηγήσεις ζωής που παρουσιάζονται σ' αυτό το τεύχος, είναι εμφανής η τάση των βιογραφούμενων να τονίζουν όλα εκείνα τα στοιχεία που πιστοποιούν στους γηγενείς έλληνες την "αδιαμφισβήτητη ελληνικότητα" των ίδιων. Εξιστορούν τις επιτυχείς σε μεγάλο βαθμό προσπάθειές τους να διατηρήσουν τη μητρική τους γλώσσα, σε μια χώρα που η επίσημη γλώσσα διέφερε από τη δική τους, προσπάθειες που πολλές φορές κατέβαλαν υπό αντίξοες συνθήκες - διώξεις, εξορίες, εθνικιστικά πάθη. Δεν είναι λίγοι αυτοί που αντιστάθηκαν στις απόπειρες του επίσημου ρωσικού κράτους για εκρωσισμό παρά το κόστος, τις συνέπειες που προκαταβολικά γνώριζαν ότι θα υποστούν. Η διατήρηση του ελληνικού ονοματεπώνυμου, της ελληνικής ιθαγένειας και του ελληνικού διαβατηρίου είχε σαν τίμημα τον αυτόματο αποκλεισμό των Ελληνοποντίων από τα ανώτερα και ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους.

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΑ ΚΥΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΩΗΝ ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ

ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Παραπάνω είδαμε στοιχεία που αφορούν κυρίως τους δύο τελευταίους αιώνες σχετικά με την ύπαρξη ποντιακού ελληνισμού στη Ρωσία και στη μετέπειτα Σοβιετική Ένωση. Στη συνέχεια θα οριοθετήσουμε χρονικά τα μεταναστευτικά κύματα Ελλήνων - Ποντίων από την πρώην Σοβιετική Ένωση προς την Ελλάδα στον αιώνα μας.

Μπορούμε να διακρίνουμε τέσσερα ρεύματα μαζικής μετανάστευσης:

α) Από το 1918 έως το 1930 με ιδιαίτερη έξαρση την περίοδο 1921-23. Πρόκειται για πρόσφυγες από το Μικρασιατικό Πόντο που κατέφυγαν στην Ε.Σ.Σ.Δ. εξαιτίας των διωγμών των Νεότουρκων (1914-24) καθώς και για Πόντιους μόνιμους κάτοικους της Υπερκαυκασίας (σημερινές δημοκρατίες της Γεωργίας, Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν), της Ουκρανίας και της Ρωσίας, οι οποίοι καταφεύγουν στον ελλαδικό χώρο κάτω από την πίεση ιστορικών γεγονότων.

β) Από το 1937 έως το 1939 εξαιτίας διώξεων. Πάντως λίγες οικογένειες κατόρθωσαν να πάρουν άδεια μετανάστευσης προς την Ελλάδα, γιατί η έξοδος από την Ε.Σ.Σ.Δ. ήταν ουσιαστικά απαγορευμένη.

γ) Από το 1965 έως το 1967. Το τρίτο μεταναστευτικό κύμα διακόπτεται λόγω της επιβολής δικτατορικού καθεστώτος στην Ελλάδα και συνεχίζεται μετά τη μεταπολίτευση. Οι μετανάστες προέρχονται από την κεντρική Ασία κυρίως.

δ) Από το 1987 έως σήμερα. Η άνοδος του Μ. Γκορμπατσώφ στη θέση του Γενικού Γραμματέα του Κ.Κ.Σ.Ε. το 1985 δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την εμφάνιση ενός ολοένα αυξανόμενου μεταναστευτικού κύματος. Πριν το 1985 μόνο οι Έλληνες - Πόντιοι από τις κεντροασιατικές δημοκρατίες του Ουζμπεκιστάν, της Κιργισίας και του Καζαχστάν είχαν σχετική ευχέρεια εξόδου από τη Σοβιετική Ένωση, γιατί διέθεταν ελληνικά διαβατήρια. Από τη στιγμή (1985) που επιτρέπεται η μετανάστευση σε όλο και ευρύτερες πληθυσμιακές ομάδες προκαλείται αλλαγή της πληθυσμιακής κατανομής των μεταναστών, όσον αφορά τον τόπο μόνιμης κατοικίας πριν τη μετανάστευση.

Οι Έλληνες - Πόντιοι από την πρώην Σοβιετική Ένωση που ήρθαν με το τελευταίο μεταναστευτικό ρεύμα διακρίνονται σύμφωνα με κατηγοριοποίηση της Μ. Βεργέτη κατά την προέλευσή τους, που συνεπιφέρει ορισμένα χαρακτηριστικά, με τα οποία συνδέονται τόσο οι προσδοκίες τους όσο και τα προβλήματα προσαρμογής στην ελληνική κοινωνία:

α) Έλληνες - Πόντιοι από τις δημοκρατίες της Υπερκαυκασίας (Γεωργία, Αρμενία, Αζερμπαϊτζάν). Γνωρίζουν την ποντιακή (εξαιρούνται οι τουρκόφωνοι της Τσάλκας), τη ρωσική και πιθανά τη νεοελληνική γλώσσα και προέρχονται από κοινωνικό περίγυρο με έντονο τοπικό εθνικισμό.

β) Έλληνες - Πόντιοι από τις δημοκρατίες της Ρωσίας και Ουκρανίας (περιοχή Κριμαίας). Είναι γνώστες της ποντιακής, της ρωσικής και πιθανά της νεοελληνικής γλώσσας και ο κοινωνικός τους περίγυρος είναι χωρίς εθνικιστικές ταραχές.

γ) Έλληνες - Πόντιοι από τις μουσουλμανικές δημοκρατίες της κεντρικής Ασίας (κυρίως Καζαχστάν και Ουζμπεκιστάν). Γνωρίζουν την ποντιακή, τη ρωσική γλώσσα και με εξαίρεση μερικούς ηλικιωμένους αγνοούν τη νεοελληνική. Χαρακτηριστικά του κοινωνικού τους περίγυρου είναι ο ισλαμικός φανατισμός, η τουρανική αφύπνιση και οι τοπικοί εθνικισμοί.

Με την άφιξή τους στο ελληνικό κράτος οι σημερινοί Πόντιοι μετανάστες αντιμετωπίζουν προβλήματα ένταξης αντίστοιχα με αυτά που αντιμετώπιζαν στις αρχές του αιώνα οι Πόντιοι πρόσφυγες από το Μικρασιατικό Πόντο, αν και διαφέρει η έκταση και η ένταση αυτών των προβλημάτων. Μερικά από τα ουσιαστικότερα προβλήματά τους είναι: η ανεπαρκής γνώση της νεοελληνικής που δυσχεραίνει την εξεύρεση εργασίας των ενηλίκων και την προσαρμογή των παιδιών στο σχολείο, η δυσκολία αντιστοιχίας ορισμένων ειδικοτήτων των πτυχίων τους προς τα ελληνικά Α.Ε.Ι., η αδυναμία να μεταφέρουν τα ασφαλιστικά τους δικαιώματα από την πρώην Ε.Σ.Σ.Δ., το στεγαστικό, που αποτελεί μόνιμο άγχος και η ενγένει αντιμετώπισή τους από το ελληνικό κράτος και την ελληνική κοινωνία.

Thursday, August 30, 2007

Η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου (μέσα από τις μαρτυρίες των συμμάχων των Τούρκων)

Του Βλάση Αγτζίδης

Δρ. Ιστορίας


"Οι πασάδες διέπραξαν απερίγραπτα εγκλήματα, που δεν μπορεί να συλλάβει η φαντασία του ανθρώπου. Εγκαθίδρυσαν ένα τυραννικό καθεστώς, οργάνωσαν εκτοπίσεις και σφαγές, έκαψαν με πετρέλαιο βρέφη που ακόμα θήλαζαν, βίασαν γυναίκες και μικρά κορίτσια μπροστά στα μάτια των γονιών τους, προβαίνοντας σε κάθε είδους ωμότητα. Επιβίβασαν σε πλοία χιλιάδες αθώους και τους πέταξαν στη θάλασσα. Οδήγησαν γυναίκες σε οίκους ανοχής. Γεγονότα που δεν έχουν προηγούμενο στην ιστορία οποιουδήποτε λαού\".


Διαβάζοντας την παραπάνω αναφορά είναι πολύ δύσκολο να φανταστεί κάποιος ότι αυτά είναι λόγια του Κεμάλ Ατατούρκ. Κι όμως, όταν στα μέσα της δεκαετίας του \'20 η τουρκική πολιτική σκηνή χαρακτηρίστηκε από τη διαπάλη για την εξουσία, με τα παραπάνω λόγια ο Κεμάλ κατηγόρησε και έσυρε σε δίκη τους πολιτικούς του αντιπάλους, οι οποίοι είχαν πρωταγωνιστήσει στο νεοτουρκικό κίνημα. Τα εγκλήματα που διέπραξαν οι νεότουρκοι εθνικιστές κατά τη διάρκεια του Α\' Παγκοσμίου Πολέμου, έγιναν πολιτικό όπλο στα χέρια του Κεμάλ Ατατούρκ.

Μαρτυρίες Αυστριακών και Γερμανών

Η γενοκτονία κατά των Ελλήνων του Πόντου υπήρξε μέρος της ευρύτερης γενοκτονίας κατά των Ελλήνων και των άλλων χριστιανικών ομάδων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η πολιτική για εξόντωση των χριστιανών είχε αποφασιστεί σε συνέδριο των Νεοτούρκων εθνικιστών τον Οκτώβριο του 1911. Οι Νεότουρκοι είχαν αναριχηθεί στην εξουσία με πραξικόπημα από το 1908.

Η συμμαχία τους με τη Γερμανία του Κάιζερ, που αναζητούσε μερίδιο στις παγκόσμιες αγορές και το πλαίσιο του Α\' Παγκοσμίου Πολέμου, επέτρεψαν την υλοποίηση της απόφασης για τις γενοκτονίες. Τα προξενικά έγγραφα εκείνης τη περιόδου αποτελούν τον αδιάψευστο μάρτυρα της πολιτικής που ακολουθήθηκε.Ειδικά όταν προέρχονται από χώρες συμμαχικές τότε προς την Τουρκία.

Σε έγγραφο του αυστριακού υπουργού Εξωτερικών προς το Βερολίνο το 1916 αναφέρονται τα εξής:
\"Η πολιτική των Τούρκων είναι μέσω μιας γενικευμένης καταδίωξης του ελληνικού στοιχείου, να εξοντώσει τους Έλληνες ως εχθρούς του Κράτους, όπως πριν τους Αρμένιους. Οι Τούρκοι εφαρμόζουν τακτική εκτόπισης των πληθυσμών, δίχως διάκριση και δυνατότητα επιβίωσης, απ\' τις ακτές στο εσωτερικό της χώρας, ώστε οι εκτοπιζόμενοι να είναι εκτεθειμένοι στην αθλιότητα και τον θάνατο από πείνα. Τα εγκαταλειπόμενα σπίτια των εξοριζομένων λεηλατούνται από τα τούρκικα τάγματα τιμωρίας ή καίονται και καταστρέφονται. Και όλα τα άλλα μέτρα τα οποία εις τους διωγμούς των Αρμενίων ευρίσκοντο εις ημερησίαν διάταξιν, επαναλαμβάνονται τώρα εναντίον των Ελλήνων.\"

Σε προξενικό αυστριακό έγγραφο που συντάχθηκε στις 13 Ιανουαρίου 1917 και φέρει τον τίτλο \"Σύλληψη και εκτόπιση Ελλήνων\" διαβάζουμε:

\"Το κτύπημα που σχεδιαζόταν εδώ και πολύ καιρό κατά των ντόπιων Ελλήνων εκτελέστηκε στις 9 αυτού του μηνός… Την ίδια μέρα έγινε στρατιωτική κατοχή των χωριών Αϊλάσκιοϊ και Κατίκιοϊ της Σαμψούντας. Τους τρεις έως τέσσερεις χιλιάδες κατοίκους τους κάλεσαν να συγκεντρωθούν τη νύχτα με την πρόφαση ότι θα τους μιλήσει δήθεν ο μουτεσαρίφης και τους πήγαν βίαια στο εσωτερικό της χώρας, χωρίς να τους επιτρέψουν να παραλάβουν μαζί τους τρόφιμα και ρούχα. Με το σκληρό χειμώνα που επικρατεί τώρα, την έλλειψη καταλυμάτων και τροφίμων, πολλούς από τους δυστυχείς αυτούς περιμένει σύντομα ο θάνατος.\"

Ο Αυστριακός πρόξενος στην Αμισό Κβιατόφσκι σε έγγραφο του 1918 αναφέρει:
\"Οπως επανειλημένως ετόνισα, θεωρώ τον εκτοπισμόν των Ελλήνων της ποντιακής παραλίας εν τω πλαισίω της εκτελέσεως του προγράμματος των Νεοτούρκων, το οποίον επιδιώκει την εξασθένησιν του Χριστιανικού στοιχείου ως μίαν καταστροφήν μεγίστης απηχήσεως, ήτις θα έχη εις την Ευρώπην ζωηρότερον αντίκτυπον από τας αγριότητας εναντίον των Αρμενίων\".

Εξ άλλου του είχε ειπωθεί από ανώτερους Τουρκους ότι: \"Τελικά πρέπει να κάνουμε με τους Έλληνες ό,τι κάναμε με τους Αρμένιους... Πρέπει με τους Έλληνες, τώρα να τελειώνουμε.\"

Ο Αυστριακός πρέσβης Παλαβιντσίνι αναφέρει τον Ιανουάριο του 1918:
\"Είναι σαφές ότι οι εκτοπισμοί του ελληνικού στοιχείου δεν υπαγορεύονται ουδαμώς από στρατιωτικούς λόγους και επιδιώκουν κακώς εννοουμένως πολιτικούς σκοπούς.\"

Η καταστολή του ποντιακού αντάρτικου υπήρξε ένα από τα επιχειρήματα των τουρκικών αρχών για τη γενοκτονία που πραγματοποίησηαν. Όμως, στο επιχείρημα αυτό απαντά ο πρόξενος Κβιατόφσκι σε μια μυστική του αναφορά:

\"Όσο κι αν κρίνει κανείς δριμύτατα τη μακρά σειρά εκτρόπων εκ μέρους του ελληνικού στοιχείου, δεν επιτρέπεται ωστόσο να μη σκεφτεί κανείς το μεγάλο αριθμό αθώων, τη συχνή καταπίεση των Ελλήνων, ιδιαίτερα του αγροτικού πληθυσμού, τη βουλημία των Τούρκων για την πλούσια ελληνική περιουσία, καθώς και την πίεση του ρεύματος του παντουρκισμού που επιδιώκει την παραγκώνιση κάθε χριστιανικής επιρροής.\"

Ατέλειωτες είναι οι αναφορές στα διπλωματικά έγγραφα που έφερε πρώτος στο φως ο, ομότιμος σήμερα, καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Βιέννης Πολυχρόνης Ενεπεκίδης. Τα έγγραφα αυτά πρωτοδημοσιεύτηκαν το 1962 σε ανάτυπο του συλλόγου Αργοναύτες-Κομνηνοί και επανεκδόθηκαν σε συμπληρωμένη μορφή το 1995 από την Εύξεινο Λέσχη Θεσσαλονίκης το 1995.

Μαρτυρίες Σοβιετικών

Αν η πρώτη φάση της γενοκτονίας πραγματοποιήθηκε από τους Νεότουρκους μέχρι την ήττα τους το Νοέμβριο του 1918, η δεύτερη φάση της γενοκτονίας ξεκινά με τη συγκρότηση του κεμαλικού στρατού μετά την απόβαση του ιδίου του Κεμάλ στη Σαμψούντα στις 19 Μαϊου του 1919. Την περίοδο αυτή, οι καλύτεροι σύμμαχοι του τουρκικού εθνικισμού αναδεικνύονται οι σοβιετικοί, οι οποίοι ενισχύουν με κάθε τρόπο το κεμαλικό κίνημα. Όπλα, χρυσάφι και επίλεκτοι άνδρες αποστέλλονται για να βοηθήσουν τους Τούρκους εθνικιστές να αντιμετωπίσουν τον ελληνικό στρατό στο μικρασιατικό μέτωπο και να καταστείλουν τα ένοπλα κινήματα των λαών της περιοχής, των Ελλήνων του Πόντου και των Αρμενίων.

Οι μαρτυρίες των σοβιετικών απεσταλμένων έχουν ιδιαίτερη σημασία. Καταρχάς, λόγω της συμμαχικής τους προς τους κεμαλικούς ιδιότητας, έχουν πλήρη γνώση των ωμοτήτων κατά των Ελλήνων. Στις αναφορές τους δεν κρύβουν τον αποτροπιασμό τους για τα εγκλήματα των συμμάχων τους. Μεταξύ των άλλων, στοιχεία για τη γενοκτονία στον Πόντο υπάρχουν στο βιβλίο που εξέδωσε ο σοβιετικός πρέσβυς στη Αγκυρα Σ. Ι. Αράλοφ το 1960 στη Μόσχα με τον τίτλο \"Vospominaniya Sovietskogo Diplomata 1922-1923\". Ο Αράλοβ, ενημερώνεται στην Σαμψούντα από τον αρχιστράτηγο Μ. Φρούνζε. Ο Φρούνζε είχε αποσταλεί από τον Λένιν, μαζί με γενναία στρατιωτική και οικονομική βοήθεια. Ο σοβιετικός αρχιστράτηγος πληροφορεί τον Αράλοφ ότι είχε δει πλήθος Ελληνες που είχαν σφαγιαστεί: \"βάρβαρα σκοτωμένους Ελληνες - γέρους, παιδιά, γυναίκες\". Προειδοποίησε επίσης τον Αράλοβ για το τι πρόκειται να συναντήσει: \"...πτώματα σφαγιασμένων Ελλήνων τους οποίους είχαν απαγάγει από τα σπίτια τους και είχαν σκοτώσει πάνω στους δρόμους.\"

O Φρούνζε δίνει μερικές συγκλονιστικές εικόνες από την ποντιακή τραγωδία:

\"Συναντήσαμε μια μικρή ομάδα από 60-70 Ελληνες, οι οποίοι μόλις είχαν καταθέσει τα όπλα. Ολοι τους είχαν εξαντληθεί στο έπακρο... Αλλοι έμοιαζαν κυριολεκτικά με σκελετούς. Αντί για ρούχα κρέμονταν από τους ώμους τους κάτι απίθανα κουρέλια. Στο κέντρο της ομάδας βρίσκονταν ένας ψηλός κι\' αδύνατος παπάς, φορώντας το καλυμαύχι του... Φυσούσε κρύος αέρας και όλη η ομάδα κάτω από τα σπρωξίματα των συνοδών-στρατιωτών, κατευθυνόταν με πηδηματάκια προς τη Χάβζα. Μερικοί όταν μας αντίκρυσαν, άρχισαν να κλαίνε δυνατά ή μάλλον να ουρλιάζουν, μια και ο ήχος που ξέφευγε από τα στήθη τους, έμοιαζε περισσότερο με ουρλιαχτό κυνηγημένου ζώου\".


Ο Φρούνζε περιγράφει και άλλο ένα περιστατικό. Οταν περνούσαν δίπλα από μια ομάδα αιχμαλώτων Ελλήνων στη Μερζιφούντα, ένας από αυτούς φώναξε στην σοβιετική αντιπροσωπεία ότι είναι και αυτοί ένοχοι γιατί ενισχύουν τον Κεμάλ και τους Τούρκους. Το θέμα της κακομεταχείρησης των ελληνικών πληθυσμών από τους κεμαλικούς, ο Αράλοβ το έθεσε -ματαίως όπως μας πληροφορεί στη συνέχεια- στον ίδιο τον Κεμάλ. Όπως γράφει: \"Του είπα (του Κεμάλ) για τις φρικτές σφαγές των Ελλήνων που είχε δει ο Φρούντζε και αργότερα εγώ ο ίδιος. Εχοντας υπ\' όψη μου τη συμβουλή του Λένιν να μην θίξω την τουρκική εθνική φιλοτιμία, πρόσεχα πολύ τις λέξεις μου...\"

Πηγή:
Αντίβαρο, Ιούνιος 2007

Wednesday, August 15, 2007

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΟΥΜΕΛΑ

Παναγία Σουμελά στο όρος Βέρμιο εορτάστηκε σε όλη τη χώρα η Κοίμηση της Θεοτόκου, ενώ χιλιάδες πιστοί κατέκλυσαν στους ναούς της Παναγίας σε όλη την Ελλάδα. Τις εορταστικές εκδηλώσεις στην Τήνο παρακολούθησε ο πρωθυπουργός, ενώ στην Παναγία Σουμελά οι εκδηλώσεις κορυφώθηκαν με την παρουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας και του Προέδρου του ΠΑΣΟΚ. Ο κ. Κάρολος Παπούλιας έστειλε σε όλους τους Έλληνες μήνυμα εθνικής ομοψυχίας, αλληλεγγύης και αγάπης.
Ο Πρωθυπουργός σε δήλωσή του από την Τήνο έστειλε μήνυμα αγάπης και ανθρωπιάς σε όλους τους Έλληνες και υπογράμμισε "οι Ελληνίδες και οι Έλληνες, εργαζόμαστε εντατικά, ενώνουμε τις δυνάμεις και τις προσπάθειές μας ώστε να γίνεται η κοινωνία μας ολοένα και πιο ισχυρή, ολοένα και πιο αποτελεσματική στις παρεμβάσεις της, ιδίως σε ό,τι αφορά τους λιγότερο προνομιούχους συμπολίτες μας". Πρόσθεσε ακόμα, ότι "σε αυτά τα τρία χρόνια, έγιναν πολλά και σημαντικά. Είμαστε, όμως, στο μέσο ενός δύσκολου και ανηφορικού δρόμου. Σ’ αυτό το δρόμο, το δρόμο της υπευθυνότητας, το δρόμο του έργου, το μόνο δρόμο που εγγυάται ένα καλύτερο αύριο για τον τόπο και τους πολίτες, είμαστε αποφασισμένοι να συνεχίσουμε να πορευόμαστε".

Μήνυμα εθνικής ομοψυχίας

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας , παρακολούθησε τη Θεία Λειτουργία και τη Λιτάνευση της Αγίας Εικόνας της Παναγίας και στη συνέχεια κατέθεσε στεφάνι στην προτομή του Αλέξανδρου Υψηλάντη.

Σε δηλώσεις που έκανε αμέσως μετά, αναφέρθηκε στις μεγάλες αξίες της Ορθοδοξίας και έστειλε μήνυμα εθνικής ομοψυχίας.

"Τιμούμε με ευλάβεια τη μνήμη της Θεομήτορος, της Υπεραγίας Θεοτόκου και αναλογιζόμαστε τις μεγάλες αξίες της Ορθοδοξίας που είναι η αγάπη στον άνθρωπο, η αλληλεγγύη και ο άδολος πατριωτισμός. Επειδή ευρίσκομαι στην πνευματική εστία του ποντιακού ελληνισμού θέλω να απευθύνω ένα μήνυμα εθνικής ομοψυχίας, αλληλεγγύης αγάπης και δημιουργικής δουλειάς".

Το μεσημέρι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας παρακάθησε σε γεύμα που θα παραθέσει προς τιμήν του το Δ.Σ. του Πανελληνίου Ιδρύματος "ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΟΥΜΕΛΑ" και στη συνέχεια αναχώρησε για τη Λευκάδα.

Στις εκδηλώσεις για τον εορτασμό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην Παναγία Σουμελά παρευρέθηκαν επίσης ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Γιώργος Παπανδρέου, ο Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής της ΝΔ, Λευτέρης Ζαγορίτης, ο πρόεδρος του ΛΑΟΣ Γιώργος Καρατζαφέρης και ο πρόεδρος της "Δημοκρατικής Αναγέννησης" Στέλιος Παπαθεμελής.
Σε δηλώσεις που έκανε από το Βέρμιο, ο Γιώργος Παπανδρέου έκανε ιδιαίτερη αναφορά στον Ποντιακό Ελληνισμό και αναφερόμενος στην πολιτική επικαιρότητα έστειλε μήνυμα ότι υπάρχει καλύτερο μέλλον για την Ελλάδα.

"Σήμερα γιορτάζει ο ελληνισμός. Σήμερα γιορτάζει η Χριστιανοσύνη. Σήμερα είμαστε στην Παναγία Σουμελά, γιορτάζοντας την ημέρα της Παναγίας, τιμώντας τον ποντιακό ελληνισμό, που θυμάμαι όταν πρωτοήλθε εδώ ο πατέρας μου, ο Ανδρέας Παπανδρέου, είπε τη φράση "θα ήταν τιμή μου να είμαι Πόντιος". Τιμούμε, λοιπόν, τους αγώνες και την παράδοση του ποντιακού ελληνισμού, αυτού του όμορφου κομματιού του ελληνισμού και της Ελλάδας. Μας δίνει έμπνευση, μας δίνει δύναμη, για να παλέψουμε για μία καλύτερη Ελλάδα, για ένα καλύτερο αύριο αξιοπρέπειας, αλληλεγγύης, αγάπης και ανθρωπιάς. Θέλω να στείλω ένα μήνυμα αισιοδοξίας στην Ελληνίδα και στον Έλληνα. Σύντομα αλλάζει σελίδα η Ελλάδα. Και σύντομα μαζί με την Ελληνίδα και τον Έλληνα δημιουργούμε την Ελλάδα της σιγουριάς, της ελπίδας και της προοπτικής" υπογράμμισε ο Γ. Παπανδρέου.
Χρόνια πολλά σε όλους τους Έλληνες ευχήθηκε από την Παναγία Σουμελά, ο Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής της ΝΔ. Λ. Ζαγορίτης.
"Εδώ από την Παναγία Σουμελά θυμόμαστε πόσα πέρασε, αλλά επιβίωσε. Θυμόμαστε τις αλύτρωτες πατρίδες και αυτό πρέπει να μας διδάξει. Η ενότητα του ελληνισμού είναι πάνω από όλα. Γι’ αυτό χωρίς οξύτητες, χωρίς πόλωση, χωρίς διχασμούς, πρέπει να δουλέψουμε όλοι μαζί για το καλό της πατρίδας μας, για το καλό των Ελλήνων, για τη βελτίωση της ποιότητας της ζωής όλων των συνανθρώπων μας" τόνισε ο κ. Ζαγορίτης.

Μεγάλη ημέρα για την Ορθοδοξία και τον Ελληνισμό χαρακτήρισε τη σημερινή ο Γιώργος Καρατζαφέρης.

"Ευρισκόμενος απέναντι σε όλους αυτούς τους Ποντίους, αισθάνομαι, πράγματι, μεγάλη ικανοποίηση για τους αγώνες που έδωσα για τους Ποντίους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Εύχομαι την ημέρα της Παναγιάς, που ουσιαστικά συμπίπτει με την έναρξη της προεκλογικής περιόδου, να κατανοήσουν κάποιοι ότι δεν χρειάζεται ούτε κίβδηλες "γκραγκάσες", ούτε σκουριασμένες τρομπέτες, που δηλητηριάζουν το ήπιο προεκλογικό κλίμα. Ας φροντίσουν να παρακολουθήσουν τον ευρωπαϊκό πολιτικό πολιτισμό και μην πέσουμε σε θέσεις και καταστάσεις για τις οποίες κάποτε θα ντρέπονται", ανέφερε ο Γιώργος Καρατζαφέρης.

"Η σημερινή κοσμοσυρροή αποδεικνύει τη βαθιά προσήλωση του λαού μας στην Ορθόδοξη Εκκλησία και τις διαχρονικές αξίες του ελληνισμού. Με αυτές τις αξίες έζησε και επέζησε ο ελληνισμός, αυτές τις αξίες χρωστούμε να τις διαφυλάξουμε ως κόρην οφθαλμού", σημείωσε από την πλευρά του ο πρόεδρος της "Δημοκρατικής Αναγέννησης" Στ. Παπαθεμελής.
Στις εκδηλώσεις στην Παναγία Σουμελά, την κυβέρνηση εκπροσώπησε ο υπουργός Μακεδονίας- Θράκης Γιώργος Καλατζής και τη Βουλή ο αντιπρόεδρος του Σώματος Γιώργος Σούρλας.
Σε δηλώσεις του ο Γιώργος Καλαντζής ανέφερε:
"Σήμερα, γιορτή της Παναγιάς, είναι μέρα που καλό είναι να ξέρουμε και να κρατάμε πάντα μέσα μας ότι η Παναγιά ενώνει. Ενώνει όλους τους Έλληνες. Γι’ αυτή την Ελλάδα, λοιπόν, που όλοι θέλουμε, που όλοι αξίζουμε, πρέπει όλοι να αγωνιστούμε".

"Εύχομαι η Παναγία Σουμελά να φωτίζει πολίτες και πολιτικούς να παίρνουν τις καλύτερες αποφάσεις για το καλό του έθνους, για τα ιερά και τα όσια, που δυστυχώς πολλές φορές βάλλονται", τόνισε από την πλευρά του ο αντιπρόεδρος της Βουλής Γ. Σούρλας.

Xιλιάδες Πόντιοι συρρέουν στην Παναγία Σουμελά

Στις πλαγιές του Βερμίου, κοντά στο χωριό Καστανιά, βρίσκεται το πνευματικό κέντρο του Ποντιακού Ελληνισμού, η Ιερά Μονή της Παναγίας Σουμελά. Μια ιστορία, μια παράδοση και ένας θρύλος αγκαλιάζουν το σύμβολο του Πόντου, την Παναγία Σουμελά. Ήταν ο Ευαγγελιστής Λουκάς αυτός που χάραξε τη μορφή της Παναγίας πάνω σε ξύλο. Η εικόνα της Σουμελά, βρέθηκε μετά το θάνατο του Λουκά στην Αθήνα και για αυτό το λόγο, αρχικά είχε ονομαστεί ως η Παναγία η Αθηνιώτισσα. Στο τέλος του 4ου αιώνα (380- 386) ιδρύθηκε στο όρος Μελά της Τραπεζούντας, το μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά, από τους μοναχούς Βαρνάβα και Σωφρόνιο (κατά κόσμο Βασίλειος και Σωτήρχος, θείος και ανιψιός, κάτοικοι και οι δυο Αθηνών). Με μοναδικά εφόδια την πίστη, την επιμονή και την εργατικότητα, οι δυο ερημίτες μοναχοί, κατόρθωσαν να χτίσουν την εκκλησία της Σουμελιώτισσας, σκαλιστή μέσα στο βουνό. Από τότε έγινε γνωστή ως ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΟΥΜΕΛΑ (Εις του Μελά-στου Μελά-Σουμελά). Μέχρι το 1922, υπήρξε ο οδηγός, ο παρηγορητής, ο συμπαραστάτης, το καταφύγιο και ο εμψυχωτής των Ελληνοποντίων. Υπήρξε επίσης ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες διατήρησης της ελληνικής γλώσσας και ταυτότητας, καθώς και της αναζωπύρωσης της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης των πιστών. Ο αναπάντεχος ξεριζωμός, ερήμωσε μαζί με τον αλησμόνητο Πόντο και τη Βίγλα της Σουμελιώτισσας. Με την ανταλλαγή, τα ιερά κειμήλια παραχωρήθηκαν, και το 1931 τα ξέθαψε και τα έφερε στην Ελλάδα, ο Αμβρόσιος ο Σουμελιώτης, ύστερα από ενέργειες του πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου προς την τουρκική κυβέρνηση του Ισμέντ Ινονού. Από το 1952, αρχίζει μια νέα περίοδος. Η ελλαδική ιστορία της Παναγίας Σουμελά. Το 1951-1952 η εικόνα παραχωρείται στο σωματείο "Παναγία Σουμελά" Θεσσαλονίκης, το οποίο και άρχισε την ανέγερση της Μονής, σε ένα επίπεδο του Βερμίου, πάνω από το χωριό Καστανιά, που είχε παραχωρήσει δωρεάν 500 στρέμματα για την ανέγερση του Προσκυνήματος. Η " Αθηνιώτισσα" και "Σουμελιώτισσα" γίνεται τότε Βερμιώτισα και πανελλήνιο Προσκύνημα. Από το 1952 που χτίστηκε ο μικρός ναός, η Εικόνα θρονιάστηκε στο νέο της θρόνο. Σκοπός της ανέγερσης της Μονής δεν ήταν η ίδρυση στον ελλαδικό χώρο, ακόμη ενός μοναστηριού, αλλά η ανέγερση ενός προσκυνήματος που θα αποτελούσε σύμβολο και φάρο. Χάρη στην ευλάβεια και θεοσέβεια των Ποντίων και φιλοποντίων, δημιουργήθηκαν διάφορα κτίρια.

Η διοίκηση της Παναγίας Σουμελά, φρόντισε για τη δημιουργία μουσειακής συλλογής από ιερά σκεύη, εικόνες και άμφια, αλλά και τη δημιουργία αξιόλογης βιβλιοθήκης. Σήμερα το κτιριακό συγκρότημα περιλαμβάνει δυο εκκλησίες δέκα ξενώνες με 620 κρεβάτια, ένα εστιατόριο, δυο τουριστικά περίπτερα βρύσες, τηλέφωνα, ηλεκτρικό φως, χώρους στάθμευσης, πλατεία, εκατοντάδες καλλωπιστικά και καρποφόρα δέντρα. Κάθε χρόνο, το τριήμερο του 15Αύγουστου, είναι πρωτοφανής η συρροή χιλιάδων προσκυνητών από όλα τα διαμερίσματα της χώρας και το εξωτερικό. Η περιφορά της Εικόνας, μέσα στο χώρο του ιερού προσκυνήματος, γίνεται με βυζαντινή μεγαλοπρέπεια και σύμφωνα με την Ορθόδοξη Παράδοση, είναι μια από τις πιο συγκινητικές και κατανυκτικές ακολουθίες.

ΣΥΝΘΗΚΗ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑΣ (ΑΓΓΛΙΚΑ)





GENOCIDE CONVENTION
Convention on the Prevention and Punishment of the Crime of Genocide


ADVOCATES OF deterrence policies see a ‘bright side’ to nuclear weapons: their ostensible value for preventing war while maintaining national security. But only by shielding one’s mind from the dark horrors the weapons would bring about ‘ if deterrence fails, ‘ can one embrace – or, at least, accept – their beneficence.
The dark side of the Nazi project did not take long to emerge though many Germans were reluctant to recognise it. In the nuclear case that dark side is much more readily hidden with the help of the high technology and apparent human decency of the weapons system. Still, psychological manoeuvres are required to defend oneself against the basic contradiction of deterrence: that for the sake of credibility, we must be willing to do (fight a nuclear war). Credibility in this context refers to the persuasiveness of the deterring function. And the mind that accepts deterrence policy is asked to believe in a willingness to fight the nuclear war that the policy is invoked to prevent. For the mind – any mind – to do that, it must willingly suspend not so much disbelief as integration and wholeness. That loss of integration and wholeness is a manifestation of dissociation which serves as a psychological facilitator for deterrence, helping to reduce the kind of psychic stress that would be morally useful and appropriate. It is, in other words, a form of adaptation, by means of which people remain sane in the service of social madness.
(The Genocidal Mentality, Robert Jay Lifton)


Convention on the Prevention and Punishment of the Crime of Genocide. Adopted by Resolution 260 (III) A of the United Nations General Assembly on 9 December 1948.


Article 1
The Contracting Parties confirm that genocide, whether committed in time of peace or in time of war, is a crime under international law which they undertake to prevent and to punish.

Article 2
In the present Convention, genocide means any of the following acts committed with intent to destroy, in whole or in part, a national, ethnical, racial or religious group, as such:
* (a) Killing members of the group;
* (b) Causing serious bodily or mental harm to members of the group;
* (c) Deliberately inflicting on the group conditions of life calculated to bring about its physical destruction in whole or in part;
* (d) Imposing measures intended to prevent births within the group;
* (e) Forcibly transferring children of the group to another group.

Article 3
The following acts shall be punishable:
* (a) Genocide;
* (b) Conspiracy to commit genocide;
* (c) Direct and public incitement to commit genocide;
* (d) Attempt to commit genocide;
* (e) Complicity in genocide.

Article 4
Persons committing genocide or any of the other acts enumerated in Article 3 shall be punished, whether they are constitutionally responsible rulers, public officials or private individuals.

Article 5
The Contracting Parties undertake to enact, in accordance with their respective Constitutions, the necessary legislation to give effect to the provisions of the present Convention and, in particular, to provide effective penalties for persons guilty of genocide or any of the other acts enumerated in Article 3.

Article 6
Persons charged with genocide or any of the other acts enumerated in Article 3 shall be tried by a competent tribunal of the State in the territory of which the act was committed, or by such international penal tribunal as may have jurisdiction with respect to those Contracting Parties which shall have accepted its jurisdiction.

Article 7
Genocide and the other acts enumerated in Article 3 shall not be considered as political crimes for the purpose of extradition.
The Contracting Parties pledge themselves in such cases to grant extradition in accordance with their laws and treaties in force.

Article 8
Any Contracting Party may call upon the competent organs of the United Nations to take such action under the Charter of the United Nations as they consider appropriate for the prevention and suppression of acts of genocide or any of the other acts enumerated in Article 3.

Article 9
Disputes between the Contracting Parties relating to the interpretation, application or fulfilment of the present Convention, including those relating to the responsibility of a State for genocide or any of the other acts enumerated in Article 3, shall be submitted to the International Court of Justice at the request of any of the parties to the dispute.

Article 10
The present Convention, of which the Chinese, English, French, Russian and Spanish texts are equally authentic, shall bear the date of 9 December 1948.

Article 11
The present Convention shall be open until 31 December 1949 for signature on behalf of any Member of the United Nations and of any non-member State to which an invitation to sign has been addressed by the General Assembly.
The present Convention shall be ratified, and the instruments of ratification shall be deposited with the Secretary-General of the United Nations.
After 1 January 1950, the present Convention may be acceded to on behalf of any Member of the United Nations and of any non-member State which has received an invitation as aforesaid.
Instruments of accession shall be deposited with the Secretary-General of the United Nations.

Article 12
Any Contracting Party may at any time, by notification addressed to the Secretary-General of the United Nations, extend the application of the present Convention to all or any of the territories for the conduct of whose foreign relations that Contracting Party is responsible.

Article 13
On the day when the first twenty instruments of ratification or accession have been deposited, the Secretary-General shall draw up a proces-verbal and transmit a copy of it to each Member of the United Nations and to each of the non-member States contemplated in Article 11.
The present Convention shall come into force on the ninetieth day following the date of deposit of the twentieth instrument of ratification or accession.
Any ratification or accession effected subsequent to the latter date shall become effective on the ninetieth day following the deposit of the instrument of ratification or accession.

Article 14
The present Convention shall remain in effect for a period of ten years as from the date of its coming into force.
It shall thereafter remain in force for successive periods of five years for such Contracting Parties as have not denounced it at least six months before the expiration of the current period.
Denunciation shall be effected by a written notification addressed to the Secretary-General of the United Nations.

Article 15
If, as a result of denunciations, the number of Parties to the present Convention should become less than sixteen, the Convention shall cease to be in force as from the date on which the last of these denunciations shall become effective.

Article 16
A request for the revision of the present Convention may be made at any time by any Contracting Party by means of a notification in writing addressed to the Secretary-General.
The General Assembly shall decide upon the steps, if any, to be taken in respect of such request.


Article 17
The Secretary-General of the United Nations shall notify all Members of the United Nations and the non-member States contemplated in Article 11 of the following:
* (a) Signatures, ratifications and accessions received in accordance with Article 11;
* (b) Notifications received in accordance with Article 12;
* (c) The date upon which the present Convention comes into force in accordance with Article 13;
* (d) Denunciations received in accordance with Article 14;
* (e) The abrogation of the Convention in accordance with Article 15;
* (f) Notifications received in accordance with Article 16.

Article 18
The original of the present Convention shall be deposited in the archives of the United Nations.
A certified copy of the Convention shall be transmitted to all Members of the United Nations and to the non-member States contemplated in Article 11.

Article 19
The present Convention shall be registered by the Secretary-General of the United Nations on the date of its coming into force.

Η ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ

Μετά τη γενική επιστράτευση που κήρυξε η Τουρκία ως σύμμαχος της Γερμανίας στις 21 Ιουλίου 1914 εισερχόμενη στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Ελληνες του Πόντου επιστρατεύτηκαν κι αυτοί, αλλά όχι για να σταλούν στα πολεμικά μέτωπα. Στρατεύσιμοι άνδρες 20-45 ετών απομακρύνθηκαν αναγκαστικά από τα σπίτια τους, αφοπλίστηκαν ως ύποπτοι μετά την κατάρρευση του ρωσοτουρκικού μετώπου, αντιμετωπίστηκαν με εχθρότητα από τους Τούρκους αξιωματικούς και αποστάλθηκαν στα εργατικά τάγματα (αμελέ ταμπουρού). Ακόμα κι οι μη στρατεύσιμοι δεν εξαιρέθηκαν απ αυτήν την τελευταία πρακτική, ιδιαιτέρως μετά την κατάληψη της Τραπεζούντας από τους Ρώσους στις 5 Απριλίου 1916. Ο κίνδυνος της φυσικής εξόντωσης ανάγκαζε συχνά τους πλούσιους Ελληνες να πληρώνουν ειδικό χρηματικό ποσό («πετέλι») 20 χρυσών λιρών, ενώ οι πιο φτωχοί κατέφευγαν στα βουνά. Κοντά στους τελευταίους, προστέθηκαν κι όσοι λιποτακτούσαν από τον τουρκικό στρατό εξαιτίας των σκληρών συνθηκών. Δημιουργήθηκαν, έτσι, οι πρώτες ανταρτικές ομάδες, που δρούσαν είτε μεμονωμένα είτε σε συνεργασία.

Ο αντάρτικος αγώνας εντοπίζεται κυρίως στον δυτικό Πόντο, στην περιοχή Αμισού και Πάφρας. Αν από τις 183.000 Ελλήνων της Αμάσειας επέζησαν έστω κι οι 50.000, οφείλεται στην προστασία που παρείχαν στον πληθυσμό οι αντάρτες. Από το 1915 είχε αρχίσει τον αγώνα του κατά των Τούρκων ο Βασίλ-αγας (Βασίλειος Ανθόπουλος) με την ομάδα του, που έγινε ο φόβος κι ο τρόμος των Τούρκων της Αμισού, ενώ η ομάδα του Παντέλ-Αμισού (Παντελή Αναστασιάδη) κατόρθωσε να αντιμετωπίσει στη μάχη του Αγιού-τεπέ (16 Νοε. 1917) χιλιάδες τουρκικού στρατού σε πολυήμερη μάχη. Σημαντικότατη μάχη έδωσε η ομάδα αυτή και στο Νεμπιένταγ (τέλη 1917) της Πάφρας, όπου αντιμετώπισαν ολόκληρο τουρκικό σύνταγμα άριστα εξοπλισμένο. Όταν εξαντλήθηκαν τα πυρομαχικά τους, προτίμησαν να σκοτωθούν μόνοι τους, παρά να παραδοθούν. Ο Κοτσά-Αναστάς (Αναστάσιος Παπαδόπουλος) το φθινόπωρο του 1921 εξόντωσε 700 Τούρκους στρατιώτες, σε μάχη κατά του Τούρκου στρατηγού Λιβά πασά στο βουνό Τόπσαμ. Στα τέλη του 1921, το χωριό Δαζλή έγινε θέατρο τρομερών συγκρούσεων μεταξύ των ανταρτών και του στρατηγού Τζεμάλ Τζεβήτ, τον οποίο αποδεκάτισαν οι αντάρτες και με τη βοήθεια του Ιστύλ-αγά.

Στον ανατολικό Πόντο, η Σάντα με τους σκληροτράχηλους υπερασπιστές της ανάγκασε τους Τούρκους να της αποδώσουν μια άτυπη μορφή αυτονομίας. Στη μάχη των Κοπαλάντων, στις 25 Ιαν. 1918, οι Τούρκοι ηττήθηκαν με αποτέλεσμα ως το 1921 να μην ξαναενοχλήσουν την περιοχή. Ο Κεμάλ αποφάσισε τότε να καταστρέψει την περιοχή με πολυάριθμο στρατό. Ο αρχηγός των ανταρτών Ευκλείδης Κουρτίδης το μόνο που κατάφερε τότε ήταν να σώσει τα γυναικόπαιδα. Αξιόλογες ήταν κι οι ανταρτικές ομάδες του Ευστάθιου Θεοδωρίδη, του Ιορδάνη Τσαρουχωνέτα, του Ιωάννη Κιαγχίδη, του νεαρού παπά Παναγιώτη Μακρίδη και του Δημοσθένη Ευφραιμίδη. Νέο Ζάλογγο έγινε το Σιμικλή της Κερασούντας, όταν οι γυναίκες και τα κορίτσια της περιοχής, καταδιωκόμενες από τους Τούρκους, προτίμησαν να πνιγούν στο ποτάμι παρά να βιασθούν.

Σύμφωνα με ελληνικούς υπολογισμούς, οι αντάρτες ήταν συνολικά 6-7.000. Οι συνθήκες διαβίωσής τους ήταν άθλιες. Καλύβες φτιαγμένες με κλαδιά ή μια σπηλιά ήταν τα συνηθέστερα καταλύματα. Οι σκληρές καιρικές συνθήκες και κυρίως το χιόνι του χειμώνα, εμπόδιζαν την τροφοδοσία τους από τα γύρω χωριά. Με τον πρωτόγονο οπλισμό τους (μαχαίρια, αξίνες, κ.α.) προσπαθούσαν να προστατεύσουν τα γυναικόπαιδα από τις επιθέσεις των Τούρκων. Αν οι συμπλοκές εξελίσσονταν νικηφόρες, αφαιρούσαν από τους Τούρκους τα όπλα τους. Αργότερα άρχισαν να τους ενισχύουν με όπλα και οι Ρώσοι.

Η απουσία ενιαίας διοίκησης και συντονισμού, η έλλειψη κατάλληλου οπλισμού και τροφίμων, η δυσκολία κινήσεων, αφού σχεδόν πάντα ακολουθούνταν από απροστάτευτα γυναικόπαιδα, και κυρίως η αδιαφορία του ελληνικού κράτους παρά τις εκκλήσεις για βοήθεια, στάθηκαν οι βασικές αιτίες της αποτυχίας του αντάρτικου κινήματος του Πόντου. Ίσως, αν είχαν εισακουστεί σχετικές υποδείξεις για βοήθεια προς τους αντάρτες του Πόντου ως δύναμη αντιπερισπασμού προς τον Κεμάλ, η μοίρα της Μικράς Ασίας σήμερα να ήταν διαφορετική.

Tuesday, August 14, 2007

ΙΣΩΣ ΦΤΑΙΜΕ ΚΙ ΕΜΕΙΣ...

ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΑΠΟΥΣΙΑΖΕΙ Η ΠΟΝΤΙΑΚΗ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ!...
ΚΑΙ ΥΠΕΥΘΥΝΟΙ, ΣΕ ΑΝΤΙΘΕΣΗ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΡΜΕΝΙΟΥΣ, ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΜΕΙΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΚΑΤΟΡΘΩΣΑΜΕ ΝΑ ΔΙΕΘΝΟΠΟΙΗΣΟΥΜΕ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΜΑΣ ΕΝΗΜΕΡΩΝΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΠΑΝΤΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΝΤΑ...

ΒΟΗΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΓΝΩΣΤΗ ΣΕ ΚΑΘΕ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΠΑΓΚΟΣΜΙΩΣ, ΣΕ ΚΑΘΕ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ,ΤΗ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΙΑΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ...

ΔΕΙΤΕ ΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ...

TURKISH CRIMES PICTURES

SOME THINGS NEVER CHANGE

Turkish_1 Turkish_2
Left: Armenian deportees forced from their homes during the genocide of 1915-1923 Right: Kurdish deportees forced from their villages in the southeast during Turkey’s ethnic cleansing campaign of the 1990s.

Turkish_3 Turkish_4

Left: A corpse of a young Armenian boy starved to death during the genocide which began on April 24, 1915. Right: A Kurdish boy in a remote village is forced to wave the Turkish flag as part of the festivities of “International Children’s Day”—a Turkish holiday celebrated annually on April 23—while commandos look on from the sidelines.

Turkish_5 Turkish_6

Left: Turkish soldiers posing with the decapitated heads of Armenian community leaders, 1915. Right: Turkish soldiers posing with the decapitated heads of Kurdish rebels, January 11, 1996.

KURDS

Turkish_7 Turkish_8

Left: Two Kurdish children look on as a Turkish gendarme patrols their village Right: A protestor is detained by police during an international peace day demonstration in Turkey’s western coastal city of Izmir, September 1, 2003.

Turkish_9 Turkish_10 Turkish_11

Left: Living under the pressure of the gun in a remote village of Turkish Kurdistan, a family waits for Turkish commandos to finish a sweep of their house. Center: Kurdish refugees huddle in a make shift camp after having their villages destroyed by Turkish forces. Right: A young Kurdish boy stands in front of a line of Turkish gendarmes.

GREEKS

Turkish_12 Turkish_13 Turkish_14

Left: Turkish forces murder Greek Cypriot protestor Solomos Solomou after he tried to climb a flagpole to bring down the Turkish flag, August 14, 1996. Center: The mourning of the slaughtered Greek civilians by their relatives. Right: A Turkish mob and Turkish occupation forces beat a Greek Cypriot protestor, Tasos Isaac, to death, August 11, 1996.

ARMENIANS

Turkish_15 Turkish_16

Left: Beheaded Armenian men during the Armenian Genocide. Right: Armenians hanged in the street in Constantinople before the deportation of the Armenians to the desert had begun, 1915.